Μετά την οικονομική και κοινωνική κατάρρευση, η σημερινή Ελλάδα του μνημονίου βιώνει το επόμενο επεισόδιο της κατάρρευσης της, δηλαδή την ακυβερνησία.Πολλές είναι οι συζητήσεις που γίνονται αυτές τις μέρες στην χώρα μας γιά τους πρωταγωνιστές αυτού του επεισοδίου της ελληνικής κατάρρευσης, και γιά τις ευθύνες τους.Παράλληλα συνεχίζονται οι αερολογίες περί του τί έφταιξε καθώς και περί του τί φταίει.
Οι πρωταγωνιστές είναι
α/ ο λαός και η ψήφος του
β/ ο "πολιτικός κόσμος¨"
γ/οι πιστωτές (οι Ευρωπαίοι κυρίως )
Επίσης, πολύς λόγος γίνεται γιά την σχέση λαού και πολιτικού κόσμου: ποιά ήταν η βούληση του λαού, ποιά ήταν η ερμηνεία που έδωσε ο "πολιτικός κόσμος" στην ψήφο του λαού, κλπ...
Τέλος, πολλή κουβέντα γίνεται γιά τις από εδώ και πέρα εξελίξεις, δηλαδή αν πρέπει να πάμε σε νέες εκλογές, αν θα παραμείνουμε στην Ευρωζώνη η όχι, κλπ...
Αν θελήσουμε να δούμε τα δεδομένα με τον πρωτόγονο τρόπο με τον οποίο μας τα σερβίρουν τα κανάλια, το θέμα που τίθεται είναι πώς θα έχουμε κυβέρνηση το συντομότερο δυνατόν, ώστε ν 'αποφύγουμε , στα πλαίσια της αντιπαράθεσης με την ευρώπη, να μας διώξουν από το ευρώ.
Αν θελήσουμε να δούμε τα δεδομένα κάπως πιό ουσιαστικά, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι
α/ η δημιουργία κυβέρνησης απλά γιά να υπάρχει κυβέρνηση (δηλαδή π.χ. με πρωθυπουργό τον οδηγό του Σαμαρά η τον κηπουρό του Παπανδρεου - θυμάστε την περίφημη δήλωση Σαμαρά πριν από την τοποθέτηση του Παπαδήμου ως πρωθυπουργού "ας ορίσουν πρωθυπουργό όποιον θέλουν" ) δεν οδηγεί πουθενά
β/η αποφυγή της εκδίωξης από το ευρώ τώρα δεν σημαίνει ότι δεν θα μας εκδιώξουν λίγο αργότερα(ας ξεχάσουμε γιά λίγο τους νομικισμούς σύμφωνα με τους οποίους δεν μπορούν να μας διώξουν από το ευρώ)
τότε, πρέπει να εξετάσουμε τα δεδομένα με άλλη μέθοδο.Πρέπει να θέσουμε άλλα ερωτήματα, και να προσπαθήσουμε να δώσουμε απαντήσεις.
Μπορεί η χώρα έστω και τώρα να σωθεί, λαμβάνοντας υπόψη τους σημερινούς πρωταγωνιστές του δράματος , καθώς και την ιστορική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην ευρωζώνη;Αν ναί, υπό ποιές προυποθέσεις; Αν όχι γιά ποιούς λόγους;
Αυτά κατά την άποψη μου είναι τα κύρια ερωτήματα.
Η άποψη μου είναι ότι η χώρα δεν μπορεί πλέον να σωθεί (εννοώ ότι δεν μπορεί να αποφύγει πλέον μιά μεγάλη εθνική καταστροφή).Το θέμα της παραμονής η όχι σην ευρωζώνη ειναι πλέον δευτερεύουσας σημασίας διότι κατά την γνώμη μου σε λίγο δεν θα υπάρχει η ευρωζώνη στην σημερινή της μορφή.Η άποψη μου ότι η χώρα δεν μπορεί πλέον να σωθεί δεν σχετίζεται με την εφαρμογή η όχι του μνημονίου διότι το μνημόνιο ούτως η άλλως δεν μπορεί να εφαρμοστεί.Η άποψη μου ότι η χώρα δεν μπορεί να σωθεί βασίζεται στην πεποίηθηση ότι οι σημερινοί πρωταγωνιστές του δράματος, δηλαδή ο ελληνικός λαός, ο "πολιτικός κόσμος" αλλά και η Ευρώπη δεν επιδιώκουν την σωτηρία της χώρας.Γιά να σωθεί η χώρα, θα έπρεπε να το επιδιώξουν κατά βάση και ο λαός και ο "πολιτικός κόσμος" παράλληλα.Αυτό δεν συμβαίνει.Η Ευρώπη τώρα, μάχεται γιά την επιβίωση της.Η σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης κρατά πλέον δύο χρόνια .Θέλει ν΄απαλλαγεί από το παρασιτικό κράτος αλλά κρατά τα προσχήματα, διότι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα έχει συνέπειες γιά την νομισματική ένωση.Δεν ενδιαφέρει την Ευρώπη η σωτηρία της ελλάδας, αλλά η σωτηρία ης νομισματικής ένωσης.
Το σκεπτικό αυτό, θα μπορούσα να το αναλύσω.Νομίζω όμως ότι έχει περισσότερο ενδιαφέρον γιά τον αναγνώστη, να διαβάσει το κείμενο που ακολουθεί, πάνω στο οποίο βασίστηκε η δική μου άποψη.
Αποσπάσματα από το βιβλίο “Πλανητική πολιτική
μετά τον ψυχρό πόλεμο” (1992) του Παναγιώτη
ΚΟΝΔΎΛΗ
1/Απόσπασμα σχετικό με το επαίσχυντο κοινωνικό
συμβόλαιο μεταξύ του "πολιτικού κόσμου" και του
λαού
"...Η
παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της
εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε
κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική
ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα
συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις
μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την
ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον
καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον
υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά»
ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό
και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του
από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί
πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με
μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση.
Ό όρος
«παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για
να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα
καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια —
ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια,
προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση:
παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος
μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω,
που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις
μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες
ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το
εξωτερικό.
Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της
μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών
γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος
να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι
ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς
κεφαλαίου».
Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι
οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν.
Οι
πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής
εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές
επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του
πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του
παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό
σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη
της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με
αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του
διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της
υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς
και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου,
στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά»,
«φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο
κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη
λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές
δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι
τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών
κοινωνικών και υλικών προνομίων. Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του,
όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της
προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της
εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές
κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών
και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων.
Ενώ όμως η πρώτη
προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των
κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά.
Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως
συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να
κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην
αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων
ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές
επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση
μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και
το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού
κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με
το τσόκαρο των Αθηνών.
Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, ώστε
η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο
χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαρειά σκιά. Οι
σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού
κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν
διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία
συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση
του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων. Είναι
περιττό να εξηγήσουμε ποιές μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη
σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την
οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα
του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου
στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον
σημαντικότατο μειονέκτημα. Η οικονομική της υποπλασία, η οποία
χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια
της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των
πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός όταν θα
συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων
χρηματοδοτών της."
2 Απόσπασμα σχετικό με τον λαό
"... οι
περιοδικές πατριωτικές εξάρσεις ή αψιθυμίες, από διάφορες αφορμές,
επιτρέπουν την ψυχολογικά βολική υπερκάλυψη της εθνικά ολέθριας
συλλογικής πρακτικής από το υψιπετές εθνικό φρόνημα, της κοντόθωρης
ευδαιμονιστής δραστηριότητας από το μετέωρο παραλήρημα.
Επίσης
καθιστούν δυνατή την ψευδαίσθηση της ομοψυχίας όταν οι ατομικές βλέψεις
και οι προσωπικές επιδιώξεις στην πραγματικότητα αποκλίνουν τόσο, ώστε
είναι πια δυσχερέστατο να συντονισθούν με καθοριστικό άξονα τις επιταγές
μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής. Η κραυγαλέα επίδειξη ομοψυχίας
υποκαθιστά έτσι την ύπαρξη πρακτικά δεσμευτικής και αποδοτικής
ομογνωμίας πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και συγκεκριμένες λύσεις. Έτσι, ό,τι θα έπρεπε ν’ αποτελεί ψυχολογικό θεμέλιο για την άσκηση εθνικής πολιτικής μετατρέπεται σε ψυχολογικό άλλοθι για
τη ματαίωση των προϋποθέσεών της, καθώς η διαρκής πατριωτική μέθη
εμποδίζει μόνιμα τους ευτυχείς φορείς της να αποκρυσταλλώσουν τη
ρητορική εθελοθυσία τους σε κοινές πραγματιστικές πολιτικές
αποφάσεις, ήτοι σε μία κατανομή ευθυνών, εργασιών, προσφορών και
απολαβών μέσα σ’ ένα μακρόχρονο και δεσμευτικό πρόγραμμα εθνικής
επιβίωσης.
Όσο περισσότερο η συζήτηση μετατοπίζεται προς την
κατεύθυνση τέτοιων αποφάσεων, τόσο γρηγορότερα η μέθη ξεθυμαίνει για να
επικρατήσει και πάλι η ατομική ή «κλαδική» λογική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ως συνδετικός ιστός και ως κοινός παρονομαστής απομένει έτσι μία γαλανόλευκος πομφόλυξ.
Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη,
είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του
κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της
οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν
απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω
θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη
συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς
αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των
κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά
απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με
τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του
κοινωνικού παρασιτισμού.
Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει
να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του
παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν
πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές
περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά
για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του
εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα
του. Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν
την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των
προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και
οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική
εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη
στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος
πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης
σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση
στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας
απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση.
3/Αποσπάσματα σχετικά με την αναπόφευκτη σύγκρουση της χώρας με τους Ευρωπαίους και τους λοιπούς χρηματοδότες της
" Για
τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές
διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. Πάντως την πορεία
και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον
διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς,
όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί
τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση
για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι
σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο
οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει
πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες
και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να
διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και
να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του
δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση
γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος.
Δεν έχει σημασία
αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν
όλες της οι λεπτομέρειες . βαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της
διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα.
Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην
πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα
στην κοινωνία των εθνών.
Οι
απωθητικοί και αντισταθμιστικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων η
πολυδαίδαλη και πολυμήχανη νεοελληνική ψυχή παρακάμπτει τους
εξευτελισμούς χωρίς ποτέ να τους υπερνικήσει κατά μέτωπο, είναι παλαιοί,
δοκιμασμένοι και γνωστοί. Επειδή ο επαίτης κατάγεται,
γεωγραφικά τουλάχιστον, από τον τόπο του Περικλή, πιστεύει ο ίδιος ότι
δικαιούται να εμφανίζεται με χλαμύδα, τη λευκότητα της οποίας τίποτε,
ούτε καν κατάφωρες παραχαράξεις και καταχρήσεις, δεν θα μπορούσε να
σπιλώσει. "
"Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι, από ψυχολογική άποψη, η ευρωπαϊκή πανάκεια αποτελεί μιαν ακόμη μεταμφίεση του όψιμου επιχώριου ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται ανεξάντλητες πηγές επιδοτήσεων και
συνάμα την έμμεση τουλάχιστον διασφάλιση των συνόρων από ξένα όπλα,
έτσι ώστε να κατοχυρωθεί από όλες τις πλευρές και να «την αράξει».
Ωστόσο ακόμα και μία γνώση των διεθνών πραγμάτων τόσο ατελής, όσο αυτή
πού συναντάται κατά κανόνα στην Ελλάδα, θα αρκούσε για να θεωρηθεί
πρακτικά έωλη μία ουσιώδης προϋπόθεση της ευρωπαϊκής προοπτικής, δηλ. η
πεποίθηση ότι η «Ευρώπη» θα αποτελέσει κάποτε, αν όχι μία πραγματική
πολιτική ενότητα, πάντως ένα σύνολο κρατών ικανό να δρα σε κάθε
περίπτωση ενιαία και αποφασιστικά . τόσο η ένταση των πλανητικών
ανταγωνισμών όσο και η όξυνση του προβλήματος της Ινδοευρωπαϊκής
ηγεμονίας, ιδιαίτερα μετά τη γερμανική επανένωση, μάλλον
τις κεντρόφυγες παρά τις κεντρομόλες δυνάμεις θα ενισχύσει στην
ευρωπαϊκή ήπειρο, κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για την επικείμενη
διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή για τις μελλοντικές εξελίξεις στην
ανατολική Ευρώπη. Οι τριγμοί πού ακούγονται στα θεμέλια του ευρωπαϊκού
πολιτικού συστήματος, καθώς στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες το κύρος
των κατεστημένων κομμάτων καταπίπτει, ενώ νέα ανέρχονται . η
διαγραφόμενη για το άμεσο μέλλον οικονομική στασιμότητα και η συνεπόμενη
στενότητα των πόρων οι οικολογικές και πληθυσμιακές αναταραχές: όλα αυτά, μαζί και με άλλα, θα ρίξουν το κάθε έθνος πίσω στις δικές του δυνάμεις, καθώς είναι ευκολότερο να συμμετέχουν όλοι στην κοινή ευημερία παρά ο ένας να βαστάζει τα βάρη του άλλου. Στην περίπτωση αυτή, στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα είχαμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν.
Ώστε η «ευρωπαϊκή ένταξη» διόλου δεν θα λύσει τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής εθνικής πολιτικής κατά
τον ευθύγραμμο τρόπο πού φαντάζονται πολλοί Έλληνες «ευρωπαϊστές»,
ποζάροντας από τώρα ως ξεσκολισμένοι και υπερώριμοι «Ευρωπαίοι».
Όμως επίσης δεν θα τα έλυνε μία ελληνοκεντρική αναδίπλωση,
η οποία ναι μεν είναι χρήσιμη για να θυμάται κανείς που και που ότι σε
τελευταία ανάλυση πρέπει να σταθεί στα δικά του τα πόδια, εφ’ όσον ούτε
από το πετσί του μπορεί να βγει, ωστόσο καθίσταται επιζήμια όταν ως
πρόταση συνάπτεται με διάφορες ανιστόρητες ανοησίες πού αντιπαραθέτουν
στην «πνευματική» Ανατολή την «υλόφρονα» Δύση κτλ.
Τέτοιες αντιλήψεις
μπορούν να χρησιμεύσουν μονάχα ως ιδεολογικές υπεραναπληρώσεις λαών
συχνά ταπεινωμένων και με ελάχιστη συνεισφορά στον σύγχρονο πολιτισμό,
δεν προσφέρονται όμως ως πυξίδα μιας εθνικής πολιτικής πάνω στον
σημερινό πλανήτη. Γιατί, θέτοντας στο επίκεντρο ηθικά ή μεταφυσικά
μεγέθη, φενακίζουν τα πνεύματα, καθώς επικαλύπτουν κάτω από
διανοουμενίστικες αοριστολογίες την καθοριστική σημασία της μεθόδου του
οικονομείν για μία σύγχρονη κοινωνία και τους υπαρξιακούς κινδύνους μιας
ουσιώδους ολιγωρίας στο σημείο αυτό. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η
συνήθης αντιπαράθεση των εκσυγχρονιστικών τάσεων προς την καλλιέργεια
της εθνικής παράδοσης είναι απλουστευτική και παραπλανητική.
Μονάχα η ευόδωση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας επιτρέπει
την επιτυχή άμιλλα με άλλα έθνη και έτσι χαρίζει την αυτοπεποίθηση
εκείνη, η οποία επιτρέπει την απροβλημάτιστη αναστροφή με την εθνική
παράδοση και καθιστά ψυχολογικά περιττό τον πιθηκισμό.
Αντίθετα, η ανικανότητα ενός έθνους να
συναγωνισθεί τα άλλα σε ό,τι σήμερα — καλώς η κακώς — θεωρείται
κεντρικό πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας θέτει σε κίνηση έναν διπλό
υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό ως προσπάθεια να
υποκαταστήσεις με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις ως ουσία και την
παραδοσιολατρία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ’ αυτή την άποψη, ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους. Μονάχα ο εκσυγχρονισμός στη βάση μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής και εθνικής ανανέωσης θα δημιουργήσει συνθήκες ψυχικής υγείας, έτσι ώστε και η αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού (στη μορφή της τεχνικής-οικονομικής ορθολογικότητας) να καταφάσκεται και η στενότητα της παράδοσης να γίνεται αισθητή, και οι επικίνδυνες αντινομίες του σύγχρονου κόσμου να διαπιστώνονται ψύχραιμα και η εθνική παράδοσηνα βιώνεται δίχως συμπλέγματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας.
4/Απόσπασμα σχετικό με τον "πολιτικό κόσμο"
Η
σημερινή κατάσταση του «πολιτικού κόσμου» δεν απέχει ουσιαστικά από τη
γενική κατάσταση του περιούσιου λαού και αποτελεί επίσης ισχυρότατο
εμπόδιο για την εκλογίκευση της εθνικής πολιτικής.
Αν ο
«πολιτικός κόσμος» κάποτε εμφανίζεται χειρότερος από τον «λαό», ενώ
είναι απλώς ίδιος, ο λόγος είναι ότι ο «λαός» ή όσοι μιλούν εκάστοτε στο
όνομά του έχουν ένα τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στον «πολιτικό κόσμο»:
μπορούν να τον αποκαλούν ανίκανο η διεφθαρμένο χωρίς να φοβούνται
δυσάρεστες συνέπειες — απεναντίας μάλιστα, αποκτούν πολύτιμους και
εξαργυρώσιμους τίτλους δημοσίων κηνσόρων. Αλίμονο όμως σ’ έναν
κοινοβουλευτικό πολιτικό αν τολμήσει να αποκαλέσει τον δήμο ηλίθιο ή
ιδιοτελή κι αδιάφορο για το εθνικό μέλλον. η σταδιοδρομία του σε μεγάλο
βαθμό εξαρτάται από την ικανότητά του να εγκωμιάζει τις μεγάλες ψυχικές
αρετές και την ευθυκρισία ή τουλάχιστον το αλάνθαστο ένστικτο «του λαού
μας».
Ωστόσο δεν έχουμε ενδείξεις για να υποθέσουμε ότι πολλοί
Έλληνες πολιτικοί στις ημέρες μας αντιμετωπίζουν το δίλημμα της επιλογής
μεταξύ παρρησίας και σταδιοδρομίας. Είναι οι ίδιοι, στη μέγιστη
πλειοψηφία τους, τόσο ζυμωμένοι με τις διάφορες (όχι αναγκαία τις ίδιες
πάντοτε) εκφάνσεις εκείνου πού συνιστά τη σημερινή ψυχοπνευματική
εξαθλίωση του ελληνικού λαού, ώστε δεν χρειάζεται καν να κρύψουν μία
περιφρόνηση, την οποία δεν έχουν αρκετό επίπεδο για να αισθανθούν.μάλλον
θαυμάζοντας τον λαό θαυμάζουν τον εαυτό τους ως ηγέτη του και μάλλον
δείχνοντας κατανόηση προς τους άλλους επαιτούν επιείκεια γι’ αυτούς τους
ίδιους.
Μεταξύ
τους έχει άλλωστε εμπεδωθεί, αν όχι η ξεκάθαρη συνείδηση, πάντως η
πρακτική του ότι αποτελούν κι αυτοί, όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές
ομάδες, κλάδο με ειδικά συμφέροντα, με μόνη τη διαφορά ότι ο κλάδος
αυτός εξυπηρετεί τα ειδικά του συμφέροντα διαχειριζόμενος ή εκποιώντας
τα γενικά συμφέροντα προς όφελος πολυπληθέστατων τρίτων.
Η
ακραία και oλεθριότερη περίπτωση αυτής της πρακτικής ήταν η ένταξη της
χώρας στον δρόμο του παρασιτικού καταναλωτισμού και η εκσυγχρονισμένη
εμπέδωση του κοινωνικού παρασιτισμού με αντάλλαγμα την εύνοια «του
λαού», ήτοι τη νομή της εξουσίας. Ένας τέτοιος «πολιτικός κόσμος» δεν θα είναι ποτέ ικανός ως σύνολο να θέσει και να λύσει το πρόβλημα της εθνικής πολιτικής και της εθνικής επιβίωσης παρά μόνον ευκαιριακά και φραστικά.
Είναι ο ίδιος όχι μόνο προαγωγός, αλλά και προϊόν του κοινωνικού παρασιτισμού,
ανήμπορος ως εκ της φύσεώς του να αντιταχθεί στον «λαό», όταν ο «λαός»
απαιτεί την εκποίηση του έθνους για να καταναλώσει περισσότερα και να
εργασθεί λιγότερο.
Πέρα απ’ αυτό, είναι ανίκανος να κάνει κάτι τι
διαφορετικό απ’ ό,τι κάνει λόγω του επιπέδου και του ποιού του. Ότι
ο σημερινός ελληνικός «πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και
εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως
φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό.Αποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με τη σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδούμενων. Οι
λίγοι, πού έχουν γνώση και συνείδηση, πού κάτι είχαν και κάτι διατηρούν
μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους,
καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν με πρόσθετες περιστροφές
όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση.
Η
κομματικοποίηση των μεγάλων θεμάτων της εθνικής πολιτικής και η άγρια
εσωτερική τους εκμετάλλευση είναι πασίγνωστη ήδη από το γεγονός ότι οι
πάντες την επιρρίπτουν στους πάντες — διαιωνίζοντας την. Στο
σημείο αυτό γίνεται εμφανέστατη η εθνική ανεπάρκεια τού ελληνικού
«πολιτικού κόσμου» και συνάμα ο οργανικός του συγχρωτισμός με τη
σημερινή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος τον καθιστά ανίκανο
να της αντιπαραταχθεί για να την καθοδηγήσει.
Ο κατακερματισμός των
αντιλήψεων για την ελληνική εθνική πολιτική, ο μικροπολιτικός της
χειρισμός και η σύνδεση της με ζητήματα προσωπικού γοήτρου αντανακλούν
τον κατακερματισμό του κοινωνικού σώματος, και τον αποπροσανατολισμό του
συνόλου λόγω του ιδιοτελούς και παρασιτικού προσανατολισμού των ατόμων
και των ομάδων.
πηγή - http://politicalreviewgr.blogspot.com/2012/03/blog-post_2839.html