Ένας Έλληνας στη Γερμανία: Παναγιώτης Κονδύλης (1943 – 1998)
Περνούσε τα πρωινά στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης κρατώντας σημειώσεις σε αναρίθμητα δελτία. Τις νύχτες κοιμόταν στη σοφίτα του φίλου του Henning, αρχιτέκτονα παντρεμένου με Ελληνίδα. Ανάμεσα στη δουλειά και στην ανάπαυση καθόταν στο οινοπωλείο «Florian» για να πιει και να συζητήσει με τους φίλους: δικηγόρους, εκδότες, δημοσιογράφους, όχι όμως φιλοσόφους. Με τα χρόνια, τα δελτία γίνονταν βιβλία και οι συναναστροφές στέρεες φιλίες. Συνδύαζε τους τρόπους ενός ευπατρίδη με την ανεμελιά ενός μποέμ, την επιβαλλόμενη από τις όποιες περιστάσεις φιλοφροσύνη με μια διαπεραστική δηκτικότητα. Θυμάμαι πόσο άβολη του φαινόταν η γραβάτα που είχε αγοράσει ειδικά για την τελετή απονομής του μεταλλίου Goethe στη Φραγκφούρτη το 1991. Απείχε συνειδητά των πανεπιστημιακών κυάμων, έστω και αν υπήρξε διαπρεπής ιστορικός των ιδεών στον γερμανόφωνο χώρο. Ο Παναγιώτης Κονδύλης προτιμούσε να συρρικνώνει την ανθρώπινη και επιστημονική παρουσία του σε μία μόνο λιτή βιογραφική αναφορά: «Συγγραφέας. Ζει στη Χαϊδελβέργη και στην Αθήνα». Και όταν του ζήτησαν μια φωτογραφία για τα Πεπραγμένα του Ινστιτούτου Ανωτέρων Σπουδών στο Βερολίνο, του οποίου υπήρξε εταίρος τη χρονιά 1995-96, τους έστειλε τη σημείωση: «Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω ποια σχέση έχει η εξωτερική εμφάνιση ενός ερευνητή με το αποτέλεσμα των ερευνών του». Ο αιφνίδιος θάνατός του άφησε το τελευταίο έργο του ανολοκλήρωτο και τους φίλους αποσβολωμένους. Ο πρώτος τόμος της ατελούς κοινωνικής οντολογίας του, ένα χειρόγραφο χιλίων σελίδων, θα πρέπει να φθάσει τώρα στον γερμανό εκδότη του χωρίς τη συνοδεία του συγγραφέα.
Ηταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 όταν ο διάσημος εγελιανός Dieter Henrich, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, παρελάμβανε ταχυδρομικά ένα εκτενές κείμενο για τη γένεση της διαλεκτικής με την υπογραφή Παναγιώτης Κονδύλης. Ούτε του περνούσε από το μυαλό ότι ένας Ελληνας θα ήταν σε θέση να διαφωτίσει τις σκολιές οδούς του γερμανικού ιδεαλισμού. Πήρε παρ’ όλα αυτά το χειρόγραφο μαζί του στις διακοπές του στην Ελλάδα. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες έμεινε έκθαμβος με την ουσιαστική γνώση του φιλοσοφικού αντικειμένου, την άριστη χρήση της γερμανικής και τη συνδυαστική ικανότητα του νεαρού επιστήμονα. Ο Παναγιώτης Κονδύλης σπούδασε τελικά στη Χαϊδελβέργη και το χειρόγραφο εκείνο εξελίχθηκε στη διδακτορική διατριβή του, που εκδόθηκε λίγο αργότερα με τον τίτλο «Η γένεση της διαλεκτικής. Ανάλυση της πνευματικής εξέλιξης των Holderlin, Schelling και Hegel ως το 1802».
Με την εμβρίθεια της γνώσης του όμως και τη σαρκαστική δεινότητά του ο Κονδύλης δεν είχε ενθουσιάσει μόνο, είχε ενοχλήσει κιόλας τους ιεροφάντες του γερμανικού ιδεαλισμού στη Χαϊδελβέργη. Η συνέπεια ήταν να βαθμολογηθεί η διατριβή του απλώς με magna cum laude. Η δημοσίευσή της ωστόσο το 1979 στον εκδοτικό οίκο της Στουτγάρδης Klett-Cotta, με τη βοήθεια του καθηγητή της Ιστορίας Werner Conze, τον καθιέρωσε πανηγυρικά στην επιστημονική κοινότητα. Οι αντιδράσεις που είχε προκαλέσει στη Χαϊδελβέργη η εξαιρετική περίπτωση Κονδύλη διαφαίνονται ακόμη πίσω από τις ξεθυμασμένες φωνές των επιφανών γερόντων στο τηλέφωνο. Ο καθηγητής Dieter Henrich ζει σήμερα στο Μόναχο. «Ο Κονδύλης», λέει, «δεν μου συγχώρησε ποτέ τη μέτρια βαθμολογία, πίστευε ότι ήταν ο καλύτερος. Στην πραγματικότητα, η δύναμή του δεν βρισκόταν στην ανάπτυξη ενός αυτόνομου φιλοσοφικού στοχασμού όσο στον εντοπισμό συναφειών στη σκέψη άλλων, στη διάγνωση τάσεων και στη δημιουργία συνθέσεων. Στα προφορικά εξάλλου είχε εξετασθεί στον Πλάτωνα και δεν είχε πάει καλά. Οσο και αν φαίνεται παράδοξο, κατείχε τη γερμανική φιλοσοφία καλύτερα από την ελληνική». Ο καθηγητής Michael Theunissen ζει σήμερα στο Βερολίνο. «Ο Henrich», θυμάται, «δεν συμφωνούσε καθόλου με την ένταξη του Schelling στην ιστορία της διαλεκτικής. Αργότερα όμως ασπάσθηκε την άποψη του μαθητή του. Θαύμαζα τον Κονδύλη όχι μόνο για τις φιλοσοφικές συλλήψεις του αλλά και για τη συνέπεια με την οποία απαρνήθηκε το πανεπιστήμιο».
Το πιθανότερο είναι ότι η απόφαση του Κονδύλη να δράσει έξω από το πανεπιστήμιο συνιστά την εκλογίκευση της απογοήτευσής του από αυτό. Λίγο μετά τις αμυχές της Χαϊδελβέργης απορρίφθηκε η υποψηφιότητά του ως τακτικού καθηγητή της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η παραπομπή του στις ελληνικές καλένδες έγινε με «ήπιο τρόπο», όπως αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίας 19 καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής στις 27 Μαρτίου 1981. Ενώ η εισηγητική έκθεση του έδινε το προβάδισμα έναντι πέντε συνολικά υποψηφίων, η όλη συζήτηση εστιάσθηκε στην ανατροπή αυτής της υπεροχής. Με εξαίρεση τον Θεόφιλο Βέικο, ο οποίος τον υπερασπίζεται, η εξαιρετική ποιότητα των εργασιών του Κονδύλη ξενίζει και δημιουργεί αντιστάσεις. Οι πιο ζηλότυποι καθηγητές κάνουν λόγο για «μικρό έργο» και «επικίνδυνα παρατεινόμενη νεανική τάση», οι πιο ψύχραιμοι επικαλούνται «το γεγονός ότι το επιστημονικό του έργο δεν καλύπτει το περιεχόμενο της έδρας», οι πιο αβέβαιοι παραπονούνται ότι «δυστυχώς δεν έχομεν ακόμη κριτικές ξένων διά την διατριβήν αυτήν». Οι πιο ευσυνείδητοι, τέλος, επιφυλάσσονται να τον ψηφίσουν κάποτε άλλοτε ως έκτακτο καθηγητή. Τα προσχήματα σώζονται με την απόρριψη όλων των υποψηφίων. Για τον Κονδύλη άνοιγε χωρίς αυταπάτες πλέον ο στίβος της ελεύθερης πνευματικής δημιουργίας.
Η δεκαετία του ’80 ήταν για τον Κονδύλη η περίοδος των μεγάλων ιστορικών αναδιφήσεων και συνθέσεων. Το 1981, δύο μόλις χρόνια μετά τη δημοσίευση της διατριβής του, ακολουθεί ο «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός», μια νέα συνολική παρουσίαση της επέλασης του ορθού λόγου στη νεότερη σκέψη, την οποία ο συγγραφέας περιγράφει ως παλινόρθωση της αισθητηριακής εμπειρίας και βαθμιαία κρίση των ως τότε παραδεδεγμένων αξιών. Ο Κονδύλης αναδεικνύει την ικανότητά του να σκηνοθετεί δραματικά την ιστορία των ιδεών και στη Γερμανία το έργο του αυτό τοποθετείται δίπλα στην αισιόδοξη σύλληψη του Διαφωτισμού από τον Ernst Cassirer και την πιο σκεπτικιστική των Horkheimer και Adorno. Παράλληλα, ο Κονδύλης υπερισχύει πια οριστικά έναντι των όποιων πανεπιστημιακών αμφισβητιών του
Η «Frankfurter Allgemeine Zeitung» έκλεινε τότε ως εξής τη βιβλιοκρισία της: «Γιατί είναι ένας έλληνας εξωπανεπιστημιακός συγγραφέας που παρουσιάζει αυτή τη μεγάλη σύνθεση για τον Διαφωτισμό; Μήπως το καθημερινό μας πανεπιστημιακό γίγνεσθαι με την υπερβολική εξειδίκευση παρεμποδίζει τη συνθετική σκέψη; Οι πνευματικές επιστήμες οφείλουν να καταδείξουν τις συνάφειες των επιμέρους γνώσεων και να υποδείξουν νέες εννοιακές προοπτικές. Μόνο έτσι θα ήταν συνεπείς προς την κληρονομιά του Διαφωτισμού»
Στο μεταξύ ο Κονδύλης εξελισσόταν όλο και σαφέστερα σε έναν κριτικό, σε έναν σκεπτικιστή της ίδιας της φιλοσοφίας· ενδεικτικό αυτής της πορείας ήταν το βιβλίο του «Ισχύς και απόφαση» (1984). Μαθητής του Διαφωτισμού με την ευρεία έννοια, κατευθύνει το βλέμμα όχι στο εσωτερικό των κοσμοειδώλων αλλά στους όρους γένεσής τους, για να αποκαλύψει έτσι τη συγκεκριμένη λειτουργία τους και να αμφισβητήσει τις αποφάσεις που ελήφθησαν στο όνομά τους. Ανάγει τις υποτιθέμενες αντικειμενικές κοσμοεικόνες σε υποκειμενικά και συμφεροντολογικά κίνητρα, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «κυρίαρχος είναι αυτός που έχει τη δυνατότητα να μεθερμηνεύει κατά τρόπο δεσμευτικό για τους άλλους τους αντικειμενικούς, υποτίθεται, θεσμούς». Στη συνέχεια, το διαφωτιστικό νυστέρι του Κονδύλη αναλαμβάνει να φέρει κάποια τάξη στη χρήση όρων όπως συντηρητικός και φιλελεύθερος ή σοσιαλιστής και δημοκράτης, όταν έχουν εκλείψει πια οι κοινωνιολογικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις της παραγωγής τους. Με την ογκώδη μελέτη του «Συντηρητισμός. Ιστορικό περιεχόμενο και παρακμή» (1986) τοποθετεί τον γερμανικό συντηρητισμό στα ιστορικά πλαίσιά του και στα ευρωπαϊκά συμφραζόμενά του. Το συμπέρασμά του: ο συντηρητισμός ήταν η αντίδραση των ευγενών τάξεων στη βαθμιαία προώθηση της αστικής, οι τελευταίοι συντηρητικοί συνασπίσθηκαν με τους φιλελευθέρους μετά την επανάσταση του 1848 σε μια κοινότητα ιδιοκτησιακών συμφερόντων. Στη Γερμανία η εργασία αυτή του Κονδύλη προκάλεσε εντύπωση ως προσπάθεια να τοποθετηθούν οι γερμανικές εξελίξεις μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιό τους και να περιγραφεί η Γερμανία ως χώρα που μόνο προσωρινά ακολούθησε έναν άλλο δρόμο από αυτόν της υπόλοιπης Δύσης.
Το βιβλίο του Κονδύλη που δίχασε κυριολεκτικά την κριτική στη Γερμανία ήταν η «Θεωρία πολέμου» (1988), μια νέα ερμηνεία των απόψεων του πρώσου στρατηγού Clausewitz για τον πόλεμο, με την προσπάθεια να απαλλαγεί η κατανόησή του από μεταγενέστερες αξιολογήσεις για τη σημασία της ειρήνης, από επίκαιρες κρίσεις για το απευκταίο ενός πυρηνικού πολέμου. «Σήμερα τον πόλεμο μπορεί κανείς να τον σκεφθεί αλλά όχι να τον διεξαγάγει», είχε συμπεράνει ο Raymond Aron στη δική του μελέτη για τον Clausewitz «Penser la Guerre». Η εκδοχή του Κονδύλη, βάσει της οποίας πολιτική και πόλεμος υπακούουν στην ίδια εσωτερική νομοτέλεια της διένεξης, συζητήθηκε σε αντιπαράσταση με την εκδοχή του Aron για να επευφημηθεί ως «επανάσταση στην ερμηνεία του Clausewitz», αλλά και να απορριφθεί ως «φιλοπόλεμη ανάγνωση, απογοητευτική για τη γραφίδα ενός από τους πολλά υποσχόμενους νέους ιστορικούς της φιλοσοφίας». Στην πραγματικότητα, ο Κονδύλης, συνεπής με τη μέθοδό του, είχε προσπαθήσει να αποκαταστήσει τη θεωρία του Clausewitz και να την απελευθερώσει από τις εκ των υστέρων παρεμβάσεις εναρμόνισής της με το «πολιτικώς ορθόν», προκαλώντας έτσι τους θεματοφύλακες μιας ευρύτερης, αριστερίζουσας και ειρηνιστικής συναίνεσης. Ηταν σαφές ότι ο Κονδύλης ωθούνταν στη δεύτερη φάση της δημιουργίας του, στη διάγνωση του παρόντος, έστω κι αν το 1990 μεσολάβησε ένα ακόμη πόνημα ιστορικής σκληραγωγίας, η «Κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη». Ο συγγραφέας αμφισβητεί τη βεβαιότητα ότι η κριτική της μεταφυσικής είναι προϊόν του 19ου αιώνα και αναζητεί τις ρίζες της πολύ πριν, στον νομιναλισμό και στον ανθρωπισμό από τον 14ο ως τον 16ο αιώνα.
Η δεκαετία του ’90 είναι η κατ’ εξοχήν πολιτική φάση στη δημιουργία του Κονδύλη, μεταξύ άλλων και με την τακτική αρθρογραφία του από τις στήλες της «Frankfurter Allgemeine Zeitung». Είναι η περίοδος των διαγνωστικών συνθέσεων του σήμερα: της «Παρακμής του αστικού πολιτισμού» (1991) και της «Πλανητικής πολιτικής μετά τον Ψυχρό Πόλεμο» (1992). Ο Κονδύλης περιγράφει το τέλος της αστικής εποχής ως έκπτωση ενός συνθετικού – εναρμονιστικού σχήματος που εξισορροπούσε την ατομικότητα μέσα στο σύνολο και διαγράφει την κατίσχυση της μαζικής δημοκρατίας ως επικράτηση του νέου αναλυτικού – συνδυαστικού σχήματος. Η ποίηση χειραφετείται από το νόημα, το μυθιστόρημα διαλύει την προσωπικότητα στα συστατικά της, η λογική ηττάται από τις δυνάμεις του ασυνείδητου, η ζωγραφική αποσυνθέτει χρώματα και μορφές στα ελάχιστα στοιχεία τους ως ελεύθερες παραλλαγές, η μουσική παραδίδεται στο αλεατορικό παιχνίδι. Η τεχνολογία εκτινάσσει την παραγωγή σε δυσθεώρητα ύψη, η κοινωνία για πρώτη φορά έχει να αντιμετωπίσει όχι την έλλειψη αλλά την περίσσεια αγαθών και για την κατανάλωσή τους οι μάζες παραδίδονται σε έναν πρωτοφανή ηδονισμό. Οι μάζες των δυτικών κοινωνιών εννοείται. Γιατί οι μάζες του Τρίτου Κόσμου καιροφυλακτούν να απολαύσουν και αυτές το υλικό αντίτιμο των «καθολικών ανθρώπινων δικαιωμάτων» που τους προπαγανδίζει η πλούσια Δύση. Πίσω από τη φαινομενικά ψυχρή εξέταση των δεδομένων κοχλάζει η δυσφορία του Κονδύλη για την κοινωνία τού «anything goes». Το απόσταγμα αυτής της ενδιάθετης πικρίας του το κατέθεσε και στην πολιτική αρθρογραφία του των τελευταίων χρόνων, καταγγέλλοντας ως φενάκη τους κοπετούς της Δύσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, προοιωνιζόμενος για τον επόμενο αιώνα σκληρές συγκρούσεις για την ανακατανομή του επίγειου πλούτου, στηλιτεύοντας τη γερμανική Αριστερά για επιπόλαιο κοσμοπολιτισμό, ενώ επί της ουσίας έχει συμβιβασθεί απόλυτα με τις επιταγές της ελεύθερης αγοράς, και τη γερμανική Δεξιά για αθεράπευτο επαρχιωτισμό. Συνολικά, ο τομέας δράσης του Κονδύλη στο φιλοσοφικό, στο ιστορικό και στο πολιτικό επίπεδο ήταν η αναντιστοιχία ανάμεσα στο είναι και στο δέον, ανάμεσα στην πραγματικότητα και στις αυταπάτες της σκέψης. Το κενό που αφήνει η αδόκητη αναχώρησή του διατυπώθηκε με τον πιο εύστοχο τρόπο στο τελευταίο κατευόδιο της «Berliner Zeitung»: «Με τον έλληνα φιλόσοφο Παναγιώτη Κονδύλη η Γερμανία χάνει έναν από τους σημαντικότερους κληρονόμους και εκτελεστές της πνευματικής παράδοσης της».
*Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι δημοσιογράφος στην «Deutsche Welle».