Εισαγωγή -Χώρες που τις χωρίζουν βαθιές διαχωριστικές γραμμές και διχασμένες χώρες
Μια διχασμένη χώρα, για να μπορέσει να επαναπροσδιορίσει την πολιτισμική της ταυτότητα, πρέπει να εξασφαλίσει τρεις τουλάχιστον όρους. Πρώτον, η πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας θα πρέπει να υποστηρίζει αυτή την προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας. Δεύτερον, η κοινή γνώμη πρέπει τουλάχιστον να συναινεί. Τρίτον, ο ξενιστής πολιτισμός, που στις περισσότερες φορές είναι η Δύση, θα πρέπει να είναι έτοιμος να υποδεχτεί τον προσήλυτο. Η διαδικασία του επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας είναι παρατεταμένη, συχνά διακόπτεται και είναι πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά οδυνηρή. Όσες προσπάθειες αυτού του είδους έγιναν μέχρι σήμερα έχουν αποτύχει... - Το πολιτισμικό υπόδειγμα και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης - μέρος β´.
Σε μια χώρα που τη χωρίζει μια βαθιά διαχωριστική γραμμή, οι μεγάλες ομάδες διαφορετικών πολιτισμών λένε κάποια στιγμή: "Εμείς είμαστε διαφορετικοί λαοί και ανήκουμε σε διαφορετικές γραμμές". Οι δυνάμεις της απώθησης τις απομακρύνουν και τις κατευθύνουν προς τους πολιτισμικούς μαγνήτες άλλων κοινωνιών. Μια διχασμένη χώρα, αντίθετα, έχει μια κυρίαρχη κουλτούρα που την κατατάσσει σε έναν πολιτισμό, αλλά οι πολιτικοί ηγέτες της επιθυμούν να την εντάξουν σε κάποιον άλλο. Στην ουσία, ισχυρίζονται: "Είμαστε ένας λαός και ανήκουμε σε έναν πολιτισμό, αλλά θέλουμε να αλλάξουμε". Εν αντιθέσει με τις χώρες που τις χωρίζουν βαθιές διαχωριστικές γραμμές, οι κάτοικοι μιας διχασμένης χώρας συμφωνούν ως προς το ποιοί είναι, αλλά διαφωνούν ως προς τον πολιτισμό στον οποίο ανήκουν. Τυπικά, ένα σημαντικό τμήμα των ηγετών τους ενστερνίζονται την κεμαλική στρατηγική. - Με αφορμή την Ουκρανία. Μια σύντομη εισαγωγική αναφορά στις «διχασμένες χώρες».
α´
Με μια προσεκτικά υπολογισμένη σειρά μεταρρυθμίσεων στις δεκαετίες 1920 και 1930, ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατουρκ προσπάθησε να απομακρύνει το λαό του από το οθωμανικό και μουσουλμανικό παρελθόν του. Οι βασικές αρχές ή "έξι βέλη" του κεμαλισμού ήταν ο λαϊκισμός, ο ρεπουμπλικανισμός, ο εθνικισμός, η κοσμικότητα, ο πολιτικοοικονομικός συγκεντρωτισμός και η μεταρρύθμιση. Απορρίπτοντας την ιδέα μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, ο Κεμάλ στόχευε στη δημιουργία ενός ομοιογενούς εθνικού κράτους, εκδιώκοντας και σκοτώνοντας τους Αρμένιους και κατόπιν τους Έλληνες. Εκθρόνισε το σουλτάνο και εγκαθίδρυσε ένα δημοκρατικό σύστημα πολιτικής εξουσίας δυτικού τύπου. Κατάργησε το αξίωμα του χαλίφη, την κεντρική πηγή θρησκευτικής εξουσίας, έθεσε τέλος στην παραδοσιακή εκπαίδευση και τα θρησκευτικά υπουργεία, κατάργησε τα ξεχωριστά θρησκευτικά σχολεία, εγκαθίδρυσε ένα ενοποιημένο κοσμικό σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης και κατάργησε τα θρησκευτικά δικαστήρια που εφάρμοζαν τον ισλαμικό νόμο, αντικαθιστώντας τα με ένα καινούργιο νομικό σύστημα που βασιζόταν στον ελβετικό αστικό κώδικα. Επίσης, αντικατέστησε το παραδοσιακό ημερολόγιο με το Γρηγοριανό και αφαίρεσε επίσημα από το Ισλάμ το χαρακτήρα της κρατικής θρησκείας. Μιμούμενος το Μεγάλο Πέτρο, απαγόρευσε τη χρήση του φερετζέ, επειδή ήταν σύμβολο θρησκευτικής πίστης στην παράδοση, ενθάρρυνε τους ανθρώπους να φοράνε καπέλα και επέλεξε η τουρκική γλώσσα να γράφεται με λατινικούς χαρακτήρες και όχι με αραβικούς. Αυτή η τελευταία μεταρρύθμιση είχε θεμελιώδη σημασία. "Οι νέες γενιές ήταν ουσιαστικά αδύνατο να έχουν πρόσβαση στον τεράστιο όγκο της παραδοσιακής φιλολογίας. Ενθάρρυνε την εκμάθηση ευρωπαϊκών γλωσσών και διευκόλυνε σημαντικά τη λύση του προβλήματος του διογκούμενου αναλφαβητισμού".
Έχοντας επαναπροσδιορίσει την εθνική, πολιτική, θρησκευτική και πολιτιστική ταυτότητα του τουρκικού λαού, ο Κεμάλ στη δεκαετία του 1930 προσπάθησε σθεναρά να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας. Ο εξευρωπαϊσμός συμβάδιζε με τον εκσυγχρονισμό και αποτελούσε το μέσο για την επίτευξη του.
Η Τουρκία παρέμεινε ουδέτερη στον εμφύλιο πόλεμο της Δύσης μεταξύ 1939 και 1945. Ωστόσο μετά από αυτό τον πόλεμο, επεδίωξε με γοργά βήματα να ταυτιστεί ακόμη περισσότερο με τη Δύση. Ακολουθώντας σαφέστατα δυτικά πρότυπα, προχώρησε από την αρχή του μονοκομματισμού σε ένα ανταγωνιστικό σύστημα κομμάτων. Άσκησε πίεση και τελικά πέτυχε να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ το 1952, επιβεβαιώνοντας έτσι τη θέση της ως μέλος του Ελεύθερου Κόσμου. Έγινε αποδέκτης δισεκατομμυρίων δολαρίων δυτικής οικονομικής ενίσχυσης και βοήθειας στον τομέα της ασφάλειας. Οι στρατιωτικές της δυνάμεις εκπαιδεύτηκαν και εξοπλίστηκαν από τη Δύση και εντάχθηκαν στη διοικητική δομή του ΝΑΤΟ. Φιλοξένησε αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις. Η Τουρκία έφτασε να θεωρείται από τη Δύση το ανατολικό προπύργιο ανάσχεσης, που απέτρεπε την επέκταση της Σοβιετικής Ένωσης προς τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τον Περσικό Κόλπο. Αυτός ο σύνδεσμος και η ταύτιση με τη Δύση είχαν ως αποτέλεσμα οι μη δυτικές, αδέσμευτες χώρες να καταγγείλουν την Τουρκία στη Διάσκεψη του Μπαντούγκ το 1955 και οι ισλαμικές να την χαρακτηρίσουν ως βλάσφημη.
Μετά τον ψυχρό πόλεμο, η τουρκική ελίτ υποστήριζε σε συντριπτικά μεγάλο ποσοστό την άποψη ότι η Τουρκία πρέπει να είναι δυτική και ευρωπαϊκή. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ τους είναι απαραίτητη, γιατί τους παρέχει ένα στενό οργανωτικό δεσμό με τη Δύση και εξασφαλίζει μια ισορροπία απέναντι στην Ελλάδα. Η ένταξη της Τουρκίας στη Δύση, που υλοποιείται με την ένταξη της στο ΝΑΤΟ, ήταν, πάντως, προϊόν του ψυχρού πολέμου. Το τέλος του απομακρύνει τον πρωταρχικό λόγο για την ένταξη αυτή και οδηγεί σε μια εξασθένηση και έναν επανακαθορισμό αυτής της σχέσης. Η Τουρκία δεν είναι πλέον χρήσιμη στη Δύση ως προπύργιο κατά της μεγάλης απειλής από το βορρά αλλά αποτελεί περισσότερο, όπως συνέβη στον πόλεμο του Κόλπου, έναν πιθανό συνεργάτη στην αντιμετώπιση μικρότερων απειλών από το νότο. Σε εκείνον τον πόλεμο, η Τουρκία πρόσφερε κρίσιμη βοήθεια στο συνασπισμό εναντίον του Σαντάμ Χουσείν κλείνοντας τον αγωγό που διασχίζει την επικράτεια της, από τον οποίο το ιρακινό πετρέλαιο έφτανε στη Μεσόγειο, και επιτρέποντας σε αμερικανικά αεροπλάνα να ξεκινούν τις επιχειρήσεις τους εναντίον του Ιράκ από βάσεις της Τουρκίας. Αυτές οι αποφάσεις του προέδρου Οζάλ, πάντως, αποτέλεσαν αφορμή για ουσιαστικές επικρίσεις στην Τουρκία και οδήγησαν στην υποβολή παραίτησης του υπουργού Εξωτερικών, του υπουργού Άμυνας και του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, καθώς επίσης και σε μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για τη στενή συνεργασία Οζάλ με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη συνέχεια, ο πρόεδρος Ντεμιρέλ και η πρωθυπουργός Τσιλέρ προέτρεπαν να τεθεί τέρμα νωρίτερα στις κυρώσεις των Ηνωμένων Εθνών σε βάρος του Ιράκ, οι οποίες αποτελούσαν εξίσου σημαντικό οικονομικό βάρος για την Τουρκία. Η προθυμία της Τουρκίας να συνεργαστεί με τη Δύση στην αντιμετώπιση ισλαμικών απειλών από το νότο είναι πιο αβέβαιη από την προθυμία της να συνεργαστεί με τη Δύση κατά της σοβιετικής απειλής. Στη διάρκεια της κρίσης στον Κόλπο, η άρνηση της Γερμανίας, παραδοσιακά φιλικής προς την Τουρκία, να θεωρήσει μια ιρακινή επίθεση με πυραύλους κατά της Τουρκίας ως επίθεση κατά του ΝΑΤΟ έδειξε, επίσης, ότι η Τουρκία δεν μπορούσε να βασιστεί στη δυτική υποστήριξη για να αντιμετωπίσει τις απειλές από το νότο. Οι αντιπαραθέσεις του ψυχρού πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση δεν έθεταν ζήτημα πολιτιστικής ταυτότητας της Τουρκίας, ενω δεν συμβαίνει το ίδιο και όσον αφορά τις σχέσεις της με τις αραβικές χώρες στη μεταψυχροπολεμικά εποχή.
β´
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο πρώτος και σημαντικότερος στόχος της εξωτερικής πολιτικής της τουρκικής πολιτικής ελίτ που είναι προσανατολισμένη στη Δύση, ήταν να διασφαλίσει την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Τουρκία υπέβαλε επίσημα αίτηση να γίνει μέλος τον Απρίλιο του 1987. Το Δεκέμβριο του 1989 η Τουρκία έλαβε την απάντηση ότι η αίτηση της δεν μπορούσε να εξεταστεί πριν από το 1993. Το 1994 η Ένωση ενέκρινε τις αιτήσεις της Αυστρίας, της Φινλανδίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας και αναμενόταν ευρέως ότι μέσα στα επόμενα χρόνια θα αναληφθεί ευνοϊκή δράση σχετικά με τις αιτήσεις της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχίας, και αργότερα πιθανόν της Σλοβενίας, της Σλοβακίας και των δημοκρατιών της Βαλτικής. Οι Τούρκοι απογοητεύτηκαν ιδιαίτερα όταν πάλι η Γερμανία, το μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τη μεγαλύτερη επιρροή, δεν υποστήριξε σθεναρά την ένταξη τους και, αντιθέτως, έδωσε προτεραιότητα στην προώθηση της ένταξης των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης. Δεχόμενη πιέσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση διαπραγματεύτηκε την τελωνειακή ένωση με την Τουρκία. Πάντως, η πλήρης ένταξη παραμένει μια μακρινή και αμφίβολη πιθανότητα.
Γιατί η Τουρκία φαίνεται σαν να την έχουν προσπεράσει και πάντοτε βρίσκεται στο τέλος της σειράς; Δημοσίως, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έκαναν λόγο για το χαμηλό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της Τουρκίας και για τον ελάχιστο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε ιδιωτικές συνομιλίες, οι Ευρωπαίοι και οι Τούρκοι συμφωνούν ότι οι πραγματικοί λόγοι είναι... ότι η Τουρκία είναι μια μουσουλμανική χώρα. Οι ευρωπαϊκές χώρες δεν ήθελαν να έρθουν αντιμέτωπες με την πιθανότητα να ανοίξουν τα σύνορα τους στη μετανάστευση από μια χώρα με 60 [τότε, σήμερα 75] εκατομμύρια μουσουλμάνους και υψηλή ανεργία. Αυτό που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, είναι πως ένιωθαν ότι πολιτισμικά οι Τούρκοι δεν ανήκουν στην Ευρώπη. Το υπόμνημα για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, όπως είπε ο πρόεδρος Οζάλ το 1992, είναι ένας "πλαστός λόγος της μη ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Ο πραγματικός λόγος έγκειται στο ότι είμαστε μουσουλμάνοι και αυτοί χριστιανοί". Αλλά, πρόσθεσε "δεν το λένε αυτό". Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, με τη σειρά τους, συμφώνησαν ότι η Ένωση είναι μια "Χριστιανική Λέσχη" και ότι "η Τουρκία είναι πάρα πολύ φτωχή, υπερβολικά πολυάνθρωπη, πάρα πολύ μουσουλμανική, υπερβολικά σκληρή, υπερβολικά διαφορετική πολιτισμικά, υπερβολικά τα πάντα". Ο "ατομικός εφιάλτης" των Ευρωπαίων, όπως παρατήρησε ένας σχολιαστής, είναι η ιστορική ανάμνηση των "σαρακηνών επιδρομέων στη δυτική Ευρώπη και των Τούρκων στις πύλες της Βιέννης". Αυτές οι αντιλήψεις, με τη σειρά τους, γέννησαν την "κοινή αντίληψη μεταξύ των Τούρκων" ότι "η Δύση δεν βρίσκει θέση για μια μουσουλμανική Τουρκία στο πλαίσιο της Ευρώπης".
Έχοντας απορρίψει την Μέκκα, και έχοντας δεχτεί την απόρριψη των Βρυξελλών, η Τουρκία άδραξε την ευκαιρία που της έδωσε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης για να στραφεί προς την Τασκένδη. Ο πρόεδρος Οζάλ και άλλοι τούρκοι ηγέτες διατηρούσαν το όραμα μιας κοινότητας τουρκικών λαών και κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες να αναπτύξουν δεσμούς με τους "εξωτικούς Τούρκους" στο "εγγύς εξωτερικό" της Τουρκίας, που εκτείνεται "από την Αδριατική έως τα σύνορα της Κίνας". Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στο Αζερμπαϊτζάν και στις τέσσερις τουρκόφωνες δημοκρατίες του Ουζμπεκιστάν, του Τουρκμενιστάν, του Καζακστάν και του Κιργιστάν στην Κεντρική Ασία. Το 1991 και το 1992 η Τουρκία προώθησε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που είχαν ως στόχο την ενίσχυση των δεσμών της και της επιρροής της σε αυτές τις νέες δημοκρατίες. Σε αυτές τις δραστηριότητες περιλαμβάνονταν δάνεια... για άμεση ενίσχυση, δορυφορική τηλεόραση (που αντικατέστησε ένα κανάλι στη ρωσική γλώσσα), τηλεφωνικές επικοινωνίες, αεροπορική υπηρεσία, χιλιάδες φοιτητικές υποτροφίες για σπουδές στην Τουρκία και επιμόρφωση για τραπεζίτες επιχειρηματίες, διπλωμάτες και εκατοντάδες στρατιωτικούς της Κεντρικής Ασίας και του Αζερμπαϊτζάν. Δάσκαλοι στάλθηκαν στις καινούργιες δημοκρατίες για να διδάξουν τουρκικά, ενώ συστάθηκαν περίπου 2.000 κοινοπραξίες. Η πολιτιστική συνάφεια εξομάλυνε αυτές τις οικονομικές σχέσεις. Όπως σχολίασε ένας Τούρκος επιχειρηματίας "το πιο σημαντικό πράγμα για την επιτυχία στο Αζερμπαϊτζάν ή στο Τουρκμενιστάν είναι να βρεθεί ο σωστός συνεταίρος. Για τον τουρκικό λαό, αυτό δεν είναι δύσκολο. Έχουμε την ίδια κουλτούρα, λίγο πολύ την ίδια γλώσσα και την ίδια κουζίνα".
Τον επαναπροσδιορισμό της Τουρκίας προς τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία υπέθαλψε όχι μόνο το όνειρο της να ηγηθεί μιας τουρκικής κοινότητας εθνών, αλλά και η επιθυμία της να εμποδίσει το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία να επεκτείνουν την επιρροή τους και να προωθήσουν τον ισλαμικό φονταμενταλισμό σε αυτή την περιοχή. Οι Τούρκοι θεώρησαν ότι προσέφεραν το "τουρκικό μοντέλο" ή την "ιδέα της Τουρκίας", ένα κοσμικό, δημοκρατικό, μουσουλμανικό κράτος με μια οικονομία της αγοράς ως εναλλακτική λύση. Επιπλέον, η Τουρκία έλπιζε να συγκρατήσει την αναζωογόνηση της ρωσικής επιρροής. Προσφέροντας μια εναλλακτική λύση έναντι της Ρωσίας και του Ισλάμ, η Τουρκία θα ενισχύσει, επίσης, την αξίωση της για υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ενδεχόμενη ένταξη της σε αυτή.
Το αρχικό κύμα δραστηριοτήτων της Τουρκίας στις τουρκικές δημοκρατίες περιορίστηκε κάπως το 1993 λόγω των περιορισμένων πόρων της, της εκλογής του Σουλειμάν Ντεμιρέλ στην προεδρία μετά τον θάνατο του Οζάλ, και της εκ νέου επιβεβαίωσης της ρωσικής επιρροής σε ό,τι η Τουρκία θεωρούσε "εγγύς εξωτερικό" της. Όταν οι τουρκικές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, οι ηγέτες τους έσπευσαν στην Άγκυρα για να ζητήσουν την εύνοια της Τουρκίας. Αργότερα, καθώς η Ρωσία άσκησε πίεση και τις δελέασε με διάφορους τρόπους, μεταστράφηκαν και γενικά τόνισαν την ανάγκη για "ισορροπημένες" σχέσεις ανάμεσα στον πολιτιστικό εξάδελφο τους και τον πρώην αυτοκρατορικό αφέντη τους. Οι Τούρκοι, πάντως, συνέχισαν τις προσπάθειες τους να χρησιμοποιήσουν τις πολιτιστικές συγγένειες τους για να διευρύνουν τους οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς και, χάρη στο πιο σημαντικό στρατήγημα τους, εξασφάλισαν τη συμφωνία των σχετικών κυβερνήσεων πετρελαιοπαραγωγών χωρών για την κατασκευή ενός αγωγού μεταφοράς πετρελαίου από την Κεντρική Ασία και το Αζερμπαϊτζάν στη Μεσόγειο μέσω της Τουρκίας.
γ´
Ενώ η Τουρκία προσπαθούσε να αναπτύξει τους δεσμούς της με τις τουρκικές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, η κεμαλιστική κοσμική της ταυτότητα αντιμετώπιζε αμφισβητήσεις στο εσωτερικό της χώρας. Πρώτον, στην Τουρκία, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, το τέλος του ψυχρού πολέμου, μαζί με τις μετατοπίσεις που επέφερε η κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, έθεσε σημαντικά ζητήματα "εθνικής ταυτότητας και εθνικού προσδιορισμού", και η θρησκεία βρισκόταν εκεί για να δώσει μια απάντηση. Η κοσμική κληρονομιά του Ατατούρκ και της τουρκικής ελίτ για δύο τρίτα του αιώνα δέχτηκε ισχυρά πυρά.
Οι εμπειρίες των Τούρκων στο εξωτερικό έτειναν να υποδαυλίζουν τα ισλαμικά αισθήματα στην ίδια την Τουρκία. Οι Τούρκοι που επέστρεφαν από τη δυτική Γερμανία αντιδρούσαν στην εχθρότητα που συναντούσαν εκεί, καταφεύγοντας σε ό,τι τους ήταν οικείο. Και αυτό ήταν το Ισλάμ. Επικρατέστερη άποψη και πρακτική έγινε η ισλαμική...
Αντιμέτωποι με το ενισχυόμενο ισλαμικό αίσθημα, οι κυβερνήτες της Τουρκίας προσπάθησαν να υιοθετήσουν φονταμενταλιστικές πρακτικές και να δεχτούν την φονταμενταλιστική υποστήριξη. Στις δεκαετίες του 1980 και 1990, η υποτιθέμενη κοσμική τουρκική κυβέρνηση διατηρούσε ένα Γραφείο Θρησκευτικών Υποθέσεων με προϋπολογισμό μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο μερικών υπουργείων, χρηματοδοτούσε την κατασκευή τζαμιών, απαιτούσε τη διδασκαλία θρησκευτικών σε όλα τα δημόσια σχολεία, και χρηματοδοτούσε ισλαμικά σχολεία, τα οποία πενταπλασιάστηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και έφτασαν να καλύπτουν περίπου το 15% των παιδιών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στα σχολεία αυτά διδάσκονταν τα ισλαμικά δόγματα που τα ενστερνίστηκαν χιλιάδες απόφοιτοι, από τους οποίους πολλοί τοποθετήθηκαν σε κυβερνητικές υπηρεσίες. Σε μια συμβολική αλλά εντυπωσιακή αντίθεση με τη Γαλλία, η κυβέρνηση επέτρεψε στις μαθήτριες να φορούν την παραδοσιακή μουσουλμανική μαντήλα στο κεφάλι, εβδομήντα χρόνια αφότου ο Ατατούρκ είχε καταργήσει το φερετζέ. Αυτές οι κυβερνητικές ενέργειες, που οφείλονται κατά μεγάλο μέρος στην επιθυμία να υπονομευθούν οι δραστηρίοτητες των ισλαμιστών, αποτελούν μια μαρτυρία για το πόσο ισχυρές ήταν αυτές οι δραστηριότητες στη δεκαετία 1980 και στις αρχές της δεκαετίας 1990.
Δεύτερον, η ισλαμική αναβίωση άλλαξε το χαρακτήρα της τουρκικής πολιτικής. Διάφοροι πολιτικοί ηγέτες, όπως ο Τουργκούτ Οζάλ, ανοικτά ταυτίστηκαν με μουσουλμανικά σύμβολα και πολιτικές. Στην Τουρκία, όπως και σε άλλες χώρες, η δημοκρατία ενθάρρυνε την επιστροφή στην ιθαγενή κουλτούρα καθώς και στη θρησκεία. "Μέσα στη βιασύνη τους να αποκτήσουν την εύνοια του λαού και να κερδίσουν ψήφους, οι πολιτικοί -ακόμα και ο στρατός, το λίκνο και ο φύλακας της κοσμικότητας- αναγκάστηκαν να πάρουν υπόψιν τους τις θρησκευτικές αντιλήψεις του λαού: πολλές από τις παραχωρήσεις που έκαναν ήταν καθαρά δημαγωγικές". Τα λαϊκά κινήματα είχαν σαφείς θρησκευτικές τάσεις. Παρόλο που η ελίτ και οι κρατικοί λειτουργοί, και ιδιαίτερα ο στρατός, ήταν προσανατολισμένος στον κοσμικό χαρακτήρα της χώρας τους, φιλοισλαμιστικές εκδηλώσεις εμφανίστηκαν στις ένοπλες δυνάμεις...
Τρίτον, η αναβίωση του Ισλάμ επηρέασε την τουρκική εξωτερική πολιτική. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου και υπό την επιρροή του προέδρου Οζάλ, η Τουρκία είχε συμμαχήσει με τη Δύση αναμένοντας ότι αυτή η κίνηση θα την έφερνε ένα βήμα πιο κοντά στην επιδίωξη να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, η προσδοκία της αυτή δεν πραγματοποιήθηκε και, επιπλέον, ο δισταγμός του ΝΑΤΟ όσον αφορά τη στάση που θα κρατούσε στην περίπτωση που η Τουρκία δεχόταν επίθεση από το Ιράκ, γέμισε ανησυχία του Τούρκους. Οι Τούρκοι ηγέτες προσπάθησαν να διευρύνουν τους στρατιωτικούς δεσμούς με το Ισραήλ, πράγμα που προκάλεσε την έντονη κριτική των ισλαμιστών. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 η Τουρκία ανέπτυξε τις σχέσεις της με αραβικές και άλλες μουσουλμανικές χώρες. Στη δεκαετία του 1990, προωθεί έμπρακτα τα συμφέροντα των ισλαμιστών παρέχοντας σημαντική βοήθεια στους Βόσνιους μουσουλμάνους αλλά και στο Αζερμπαϊτζάν. Όσον αφορά τη Βαλκανική, την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχει εξισλαμιστεί.
δ´
Εδώ και πολλά χρόνια, η Τουρκία ικανοποιεί δύο από τις τρείς προϋποθέσεις που χρειάζεται μια διχασμένη χώρα για να αλλάξει την πολιτισμική της ταυτότητα. Οι ελίτ της Τουρκίας υποστηρίζουν συντριπτικά αυτή την αλλαγή και ο λαός συναινεί. Ωστόσο, οι ελίτ του αποδέκτη πολιτισμού, δηλαδή του δυτικού, δεν είναι δεκτικές. Όσο το ζήτημα εκκρεμεί, η ισλαμική αναβίωση στην Τουρκία γεννά αντιδυτικά αισθήματα στο λαό και αρχίζει να υπονομεύει την κοσμική, φιλοδυτική ελίτ. Τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η Τουρκία στην πορεία του εξευρωπαϊσμού της, η περιορισμένη δυνατότητα της να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις τουρκικές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, καθώς και η εμφάνιση του ισλαμισμού που διαβρώνει τη κληρονομιά του Ατατούρκ, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία θα παραμείνει μια διχασμένη χώρα. Οι Τούρκοι ηγέτες, εκφράζοντας αυτές τις αντιφατικές τάσεις της κοινωνίας τους, περιγράφουν τη χώρα τους ως "γέφυρα" μεταξύ πολιτισμών. Το 1993, η πρωθυπουργός Τανσού Τσιλέρ ισχυρίστηκε ότι η Τουρκία είναι ταυτόχρονα μια "δυτική δημοκρατία" και "τμήμα της Μέσης Ανατολής" που "γεφυρώνει δύο πολιτισμούς, φιλοσοφικά και γεωγραφικά".
Αντικατοπτρίζοντας αυτή την αμφιλεγόμενη κατάσταση, η ίδια η Τσιλέρ άλλοτε εμφανίζεται ως μουσουλμάνα και άλλοτε, μιλώντας προς το ΝΑΤΟ, ισχυρίζεται ότι "αποτελεί γεωγραφικό και πολιτικό γεγονός πως η Τουρκία είναι ευρωπαϊκή χώρα". Παρομοίως, ο πρόεδρος Σουλειμάν Ντεμιρέλ τόνισε ότι "η Τουρκία αποτελεί μια σημαντική γέφυρα που ενώνει τη Δύση με την Ανατολή, δηλαδή την Ευρώπη με την Κίνα".
Μια γέφυρα, όμως, δεν είναι παρά ένα τεχνητό κατασκεύασμα που ενώνει δύο σταθερές οντότητες, αλλά δεν ανήκει σε καμία από αυτές. Όταν οι Τούρκοι ηγέτες αποκαλούν τη χώρα τους γέφυρα, παραδέχονται ότι είναι διχασμένη.
Έξοδος -Ο ιός της Δύσης και η πολιτιστική σχιζοφρένεια
Η κεμαλικού τύπου αντίδραση υπήρξε ανεπιτυχής... Ορισμένοι πολιτικοί ηγέτες πιστεύουν ότι μπορούν να αναμορφώσουν εκ βάθρων την κοινωνία τους. Αυτό είναι καθαρή ύβρις και είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία. Μολονότι μπορούν να εισάγουν δυτικά στοιχεία, δεν μπορούν να καταπιέζουν επ' αόριστον τα κεντρικά στοιχεία της ιθαγενούς κουλτούρας. Ο ιός της Δύσης, όταν εγκατασταθεί σε μια άλλη κοινωνία, είναι δύσκολο να αποβληθεί. Αντέχει αλλά δεν έχει μοιραία αποτελέσματα: ο ασθενής ζει αν και δεν είναι ποτέ πια ο ίδιος. Οι πολιτικοί ηγέτες μπορούν να γράψουν ιστορία, αλλά δεν μπορούν να της ξεφύγουν. Δημιουργούν διχασμένες χώρες: δεν δημιουργούν δυτικές κοινωνίες. Μολύνουν τη χώρα τους με μια πολιτιστική σχιζοφρένεια που μετατρέπεται σε χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνίας τους.
Samuel Huntington
Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης
1996
Terzo Books
πηγή -
http://cosmoidioglossia.blogspot.gr/2014/03/blog-post_8351.html