Το αρθρο που ακολουθεί, δημοσιεύτηκε το 2001 στην Ημερησία (ένθετο Τετράδια της Οικονομίας)
Η Ιδιαιτερότητα του Ταλαντούχου Κυρίου Sweezy
του Γιάνη Βαρουφάκη
Σε σχέση με τους μαθητές τους, οι πρωτοπόροι μιας σχολής, ενός κινήματος, είναι συνήθως περισσότερο ρομαντικοί, αληθινοί, αισιόδοξοι, οραματιστές.Χαρακτηρίζονται από μια ηρωϊκή διάθεση, έναν ενθουσιασμό, που αργότερα κάμπτεται καθώς αναπάντεχα προβλήματα και αντιφάσεις έρχονται σιγά-σιγά στο προσκήνιο. Ο κλήρος πέφτει στους μαθητές τους να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά και να προσγειωθούν στην πραγματικότητα, την οποία οι «πρωτεργάτες» υποτίμησαν. Λίγο-λίγο το όραμα σβήνει και τη θέση του παίρνει ο στυγνός ρεαλισμός. Παντού βέβαια υπάρχουν εξαιρέσεις. Η ζωή και το έργο του Paul Sweezy είναι μια από αυτές τις εξαιρέσεις όπου το όραμα και ο ρεαλισμός συμβιώνουν χωρίς να χάνεται το επαναστατικό πνεύμα της πρώτης νιότης.
Το 1795 ο Condorcet, πάνω στη μέθη διαδοχικών επαναστάσεων, έγραφε για τη νέα στροφή στην φιλοσοφία η οποία άρχισε να βλέπει τον άνθρωπο «απελευθερωμένο από τις αλυσίδες του, λυτρωμένο από την αυτοκρατορία της μοίρας και τους εχθρούς της προόδου, να προχωρά με σίγουρο βήμα στο μονοπάτι που οδηγεί στην αλήθεια, την αρετή και την ευτυχία» . Δεν πέρασε πολύς καιρός πριν, ακομα και οι πιο αισιόδοξοι ανθρωπιστές, βάλουν νερό στο κρασί τους.
Είκοσι χρόνια νωρίτερα (το 1776), ο Adam Smith εξηγούσε με σχεδόν ποιητικό λόγο ποια ήταν, κατά τη γνώμη του, η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου. Ένας μηχανισμός ο οποίος θα μας γιάτρευε από την ανέχεια αλλά και την ανισότητα: ο μηχανισμός της αγοράς, ο οποίος χωρίς να χρειάζεται την καθοδήγηση κανενός γραφειοκράτη, Λόρδου, αρχιεπισκόπου ή πολιτικού, καθοδηγεί τις δραστηριότητές μας προς την κατεύθυνση του κοινωνικού συμφέροντος, λές και πρόκειται για ένα θεϊκό «αόρατο χέρι». Περίπου την ίδια περίπου εποχή, στο Λονδίνο, ο νεαρός δικηγόρος Jeremy Bentham, ως ένας νέος Επίκουρος, διακήρυττε μια νέα αρχή τόσο απλή όσο και αιρετική: Δύο αφέντες έχουμε εμείς οι άνθρωποι. Την ευτυχία και τον πόνο. Η πρώτη μας έλκει ενώ ο δεύτερος μας απωθεί. Καλή κ’ αγαθή είναι η κοινωνία που μεγιστοποιεί τη μέση ευτυχία (και ελαχιστοποιεί τον πόνο) των πολιτών της.
Μερικά χρόνια αργότερα, καθώς μαίνονταν οι Ναπολεόντιοι πόλεμοι, ο σπουδαίος συνεχιστής της Σμιθιανής παράδοσης στην πολιτική οικονομία, ο David Ricardo, έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου: Προειδοποιούσε ότι η παρουσία μιας τάξης ανθρώπων με σημαντική ακίνητη περιουσία καθιστά την καπιταλιστική κοινωνία επιρρεπή στην ύφεση. Δεν πρέπει να είμαστε καθόλου αισιόδοξοι, έλεγε και ξανάλεγε ο Ricardo, όσον αφορά τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη και την εξάπλωση της ευτυχίας.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ένας νεαρός Γερμανός επιρρεάστηκε έντονα από τη αισιοδοξία του Smith, αλλά ακόμα πιο πολύ από την αναλυτική σκέψη του Ricardo και τον ανθρωπισμό του Condorcet. Με θρησκευτική ευλάβεια, αλλά και πάθος, άρχισε να συγγράφει το δικό του μακροσκελέστατο κήρυγμα για το πως θα απελευθερωθεί ο άνθρωπος από τη μιζέρια, την καταπίεση και την προκατάληψη. Για το πως θα γίνει κτήμα όλων η ευδαιμονία. Το όνομά του; Karl Marx.
Smith, Bentham, Ricardo, Malthus, Marx, Mill… αυτοί ήταν οι πρωτοπόροι της οικονομικής επιστήμης. Τί τους «κινούσε»; Τί φοβόντουσαν; Τί ήταν αυτό που θα μπορούσε να τους κάνει να αλλάξουν τις απόψεις τους; Τους κινούσε ο ενθουσιασμός να κατανοήσουν τη λειτουργία της κοινωνίας έτσι ώστε να την αλλάξουν με σκοπό την αμεσότερη πρόσβαση του ανθρώπου στην ευτυχία. Τί φοβόντουσαν; Φοβόντουσαν το λάθος. Δεν φοβόντουσαν τη σύγκρουση με το κατεστημένο της εποχής τους. Δεν ήθελαν επ’ ουδενί να σφάλουν στην εκτίμησή τους για το πως λειτουργεί η κοινωνία. Και δεν το ήθελαν όχι γιατί κάτι θα έχαναν προσωπικά, ή για λόγους εγωϊσμού, αλλά γιατί μια λανθασμένη θεωρία θα τους οδηγούσε σε συμπεράσματα τα οποία δεν θα βοηθούσαν να προοδεύσει η κοινωνία των ανθρώπων. Μεταξύ τους δεν συμφωνούσαν. Όμως δίψαγαν για συζητήσεις, για αντιπαραθέσεις, όχι για να κάνουν τους έξυπνους ο ένας στον άλλο, ούτε για να κερδίσουν τις εντυπώσεις της καλής κοινωνίας, αλλά γιατί μόνο μέσα από το διάλογο ακόνιζαν τη σκέψη τους και απέφευγαν το σφάλμα στην προσπάθεια να αλλάξουν την κοινωνία.
Τις παραπάνω γραμμές τις γράφω με μια κάποια λύπη. Δυστυχώς οι σημερινοί οικονομολόγοι δεν ανήκουμε στην ίδια συνομοταξία με τους πρωτοπόρους που μας άνοιξαν το δρόμο. Τί κινεί έναν ακαδημαϊκό οικονομολόγο σήμερα; Στη Βρετανία, στις ΗΠΑ, αλλά και σχεδόν σε όλη την Ευρώπη πλέον, η «κινητήρια δύναμη» είναι, τουλάχιστον για τους νεότερους, η αποδοχή ενός άρθρου σε κάποιο καλό επιστημονικό περιοδικό. Πρόσφατα ένας συνάδελφός μου από τη Βρετανία μου έστειλε ένα email στο οποίο περιχαρής μου ανακοίνωνε ότι το τάδε γνωστό περιοδικό δέχτηκε ένα άρθρο του. Θα έβγαινε εκείνο το βράδυ με τη γυναίκα του να το γιορτάσουν. Τον συνεχάρηκα και τον ρώτησα για το θέμα του άρθρου του. Η απάντησή του, αν και προβλέψιμη, τα λέει όλα: «Who cares? Some old rubbish of mine» («Ποιός νοιάζεται; Μια παλιά σαχλαμάρα δική μου»). Και εάν οι νεότεροι ονειρεύονται την επιστολή αποδοχής του άρθρου τους από κάποιο περιοδικό όπως οι ναυαγοί ονειρεύονται τη στεριά, οι παλαιότεροι συνάδελφοι (οι ήδη φτασμένοι) «κινούνται» από άλλα ελατήρια: από την προοπτική να πείσουν επιχειρηματίες ή «κροίσους» να επιδοτήσουν το ερευνητικό τους πρόγραμμα ή και όλο το Τμήμα αν γίνεται. Η πίεση από τα Πανεπιστήμια προς τα Τμήματα να βρουν ιδίους πόρους είναι τέτοια που δεν έχουν άλλη επιλογή οι άνθρωποι.
Τί φοβόμαστε οι οικονομολόγοι σήμερα; Εκεί που οι πρωτοπόροι φοβόντουσαν μοναχά το λάθος, εμείς οι υποτιθέμενοι συνεχιστές τους φοβόμαστε και τον ίσκιο μας. Φοβόμαστε μπας και χαρακτηριστούμε ανορθόδοξοι και εκτός του κλίματος των καιρών. Όποιος νέος οικονομολόγος σήμερα απορρίψει τις κρατούσες μεθόδους του επαγγέλματός μας (π.χ. απομακρυνθεί από, ή καυτηριάσει, το κυρίαρχο νεοκλασικό υπόδειγμα της ανθρώπινης φύσης) ουσιαστικά επιλέγει έναν δρόμο απελπηστικά ανηφορικό και μοναχικό. Δίχως υπερβολή, η επαγγελματική επιτυχία προϋποθέτει τον κονφορμισμό. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Εάν θέλεις να χρηματοδοτηθεί το ερευνητικό πρόγραμμά σου, ή να προσληφθείς σε ένα καλό πανεπιστήμιο, θα πρέπει να αποδεχτείς τα αξιώματα της οικονομικής ορθοδοξίας. Τουλάχιστον, εάν για κάποιο (περίεργο) λόγο επιμένεις να σκέφτεσαι «αιρετικά», θα πρέπει να μάθεις την τέχνη του να εκφράζεσαι έτσι ώστε να «κοροϊδεύεις» τις αρχές καμουφλάροντας τις αιρετικές σου ιδέες πίσω από ένα τοίχο ορθόδοξων λέξεων και εξισώσεων.
Να γιατί λοιπόν γράφω τις γραμμές αυτές με κάποια θλίψη . Οι πρωτοπόροι της οικονομικής επιστήμης, της πολιτικής οικονομίας, ήταν απόλυτα ελεύθεροι στοχαστές. Ένιωθαν και ήταν πλήρως ελεύθεροι να πουν και να γράψουν την αλήθεια όπως εκείνοι την διέκριναν. Δεν θέλω βέβαια να πω πως εμεις οι σύγχρονοι οικονομολόγοι είμαστε ψεύτες και ότι ποτέ δεν πιστεύουμε αυτά που πρεσβεύουμε. Ούτε ότι δεν είμαστε «καλοί» στη δουλειά μας. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι δεν είμαστε ελεύθεροι – ότι υπάρχουν ιδέες που αν τις εκφράσουμε, σε περίπτωση που μας έρθουν κατά νου, θα υποστούμε σημαντικό προσωπικό κόστος. Αυτή είναι η διαφορά μας από τους Smith, Ricardo, Bentham, Mill και Marx. Εκείνοι μπορούσαν να πουν δίχως κόστος ότι τους κατέβαινε τη στιγμή που, για κάποιο λόγο, έκριναν ότι εξέφραζε κάποια πτυχή της αλήθειας.
Στις μέρες μας γίνεται πολύς λόγος περί ελευθερίας. Ελεύθερο εμπόριο, ελευθερία λόγου, τύπου, έκφρασης κτλ. Αυτό που δεν είναι σίγουρο είναι κατά πόσο εκτιμούμε πραγματικά την ελευθερία της σκέψης. Τείνουμε να ξεχνάμε ότι η αξία μιας ανθρώπινης άποψης, μιας θεωρίας, είναι συνάρτηση της ελευθερίας του νου που τη συνέλαβε. Το ξεχνάμε αυτό και αξιολογούμε τις «σκέψεις» ανάλογα με το πόσο μας «κάνει», πόσο χρήσιμη τη θεωρούμε, ή πόσο άρτια τεκμηριωμένη και «τεχνοκρατικά» εντυπωσιακή φαντάζει. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι σωστή αυτή η αντίληψη. Η αξία μιας θεωρίας στο χώρο της ναυπηγικής, ή του ηλεκτρομαγνητισμού, όντως πρέπει να κρίνεται από τη χρησιμότητά της (π.χ. βοηθάει το πλοίο σε μια τρικυμία ή την αποτελεσματικότερη μετάδοση του ηλεκτρικού ρεύματος;).
Όμως μία άποψη για τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο και την κοινωνία, εάν «παρήχθη» υπό καθεστώς ανελευθερίας, δεν έχει καμία αξία. Για να έχει αξία πρέπει ο στοχαστής να μπορεί δίχως φόβο να εκφράσει (αλλά με πάθος) ακριβώς τις αντίθετες απόψεις από αυτές που πιστεύει μια δεδομένη στιγμή). Να μη φοβάται να αλλάξει άποψη. Ας παραδεχτούμε κάτι που όλοι μας γνωρίζουμε ενδόμηχα: Ότι ο Λόγος μας είναι ιδιαίτερα αδύναμος όταν και όσο φοβόμαστε. Μόνο οι γεννημένοι ήρωες λένε επκίνδυνες αλήθειες υπό καθεστώς φόβου. Ο ανθρώπινος Λόγος είναι «τιποτένιος» εφόσον (και για όσο) δεν είναι εντελώς ελεύθερος. Οι πρωτοπόροι της οικονομικής,όπως και μη-οικονομολόγοι π.χ. ο Γαλιλαίος, ο Condorcet, ο Einstein, η Curie, εμπλούτισαν τις σκέψεις μας επειδή ακριβώς κατάφεραν να φτάσουν στο σημείο να μην ενδιαφέρονται για το τί νομίζει η εξουσία, η οποιαδήποτε εξουσία, για αυτά που έλεγαν, έγραφαν και έπρατταν.
Εάν έπρεπε να απαντήσω στο ερώτημα «Προς τί ένα αφιέρωμα στον Κο Paul Sweezy;», θα έλεγα το εξής: «Γιατί μεταξύ της άξιας και της φοβισμένης σκέψης, ο Sweezy επέλεξε την πρώτη χωρίς να φοβηθεί το τεράστιο προσωπικό κόστος που, όπως καλά γνώριζε εξ αρχής, θα κατέβαλε για αυτή την επιλογή του: Τη δια βίου έδρα στο Harvard από την οποία παραιτήθηκε, τη φυλακή στην οποία κλείστηκε επί Μακαρθισμού, τη συνεχή αγωνία για το εάν θα μπορεί να συμμετέχει στη δημόσια ζωή, πιθανώς ένα Nobel και βέβαια πολλά, πολλά χαμένα χρήματα.» Όπως αναφέρεται αλλού στο αφιέρωμά μας, ο Sweezy δίδαξε στο Harvard, θεωρήθηκε από τον Joseph Schumpeter ο μοναδικός άξιος συνεχιστής του έργου του, δημοσίευσε στα καλύτερα επιστημονικά περιοδικά της Αμερικής και ήταν έτοιμος να καταλάβει μια από τις γνωστότερες έδρες οικονομικών στον κόσμο. Και αντί να αποδεχτεί αυτό το ρόλο στην Αμερικανική κοινωνία, τί νομίζετε ότι έκανε; Παραιτήθηκε! Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 διάλεξε συνειδητά τον αγώνα της επιβίωσης έξω από το ακαδημαϊκό σύστημα, χωρίς καν να έχει σκοπό να δουλέψει στον ιδιωτικό τομέα, γράφοντας και εκδίδοντας ένα περιοδικό, την Monthly Review, το οποίο, λόγω της αριστερής του φύσης, στην καλύτερη των περιπτώσεων να παρέμενε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας (όπως και έγινε – η Monthly Review ίσα-ίσα που επιβιώνει, αν και το ότι επιβιώνει μετά από πενήντα χρόνια θεωρείται μεγάλη επιτυχία).
Πριν από μερικά χρόνια τον ρώτησα: «Εσείς, ένας γόνος εύπορης οικογένειας, με σπουδές στο Harvard, το αγαπημένο παιδί του Schumpeter, με την έδρα στο Harvard στην τσέπη, πώς και το αποφασίσατε να παραιτηθείτε;» Το σκέφτηκε λίγο, μισο-έκλεισε τα μάτια και μου απάντησε: «Στο Πανεπιστήμιο μπήκα όταν ακόμα η Μεγάλη Κρίση του μεσοπολέμου ήταν νωπή. Οικονομικά σπούδασα για να μελετήσω αυτή την καταστροφή. Γιατί υπέφερε τόσος κόσμος; Από όλα αυτά που διάβασα, ξέρεις ποιός είναι ο συγγραφέας εκείνος που με βοήθησε, περισσότερο απ’ όλους, να κατανοήσω τη χώρα μου; Την Αμερική; Να καταλάβω πως λειτουργεί η Αμερικανική οικονομία και τις αιτίες που κρύβονταν πίσω από την Κρίση; Ο Marx. Με την αρχή του ψυχρού πολέμου, από το 1946 και ύστερα, ήταν φανερό ότι η σκέψη του Marx δεν ήταν ευπρόσδεκτη στο Harvard ή και σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο της Αμερικής. Ξάφνου δεν είχα λόγο να μείνω εκεί. Δεν με ενδιέφερε η έδρα. Δεν σκόπευα να κρύβομαι. Εξακολουθούσα να ενδιαφέρομαι αποκλειστικά για την πατρίδα μου, για το πως λειτουργεί, αλλά και για τον κόσμο. Δεν είχα επιλογή. Έπρεπε να παραιτηθώ.»
Αν και δεν κατέγραψα τα λόγια του με χαρτί και καλαμάρι, σας διαβεβαιώ ότι μου έμειναν στη σκέψη και ότι σας τα μετέφερα σχεδόν ατόφια. Πόσοι οικονομολόγοι θα σκέφτονταν έτσι στη θέση του; Ομολογώ, με πολλή ντροπή, ότι δεν είμαι καθόλου σίγουρος εάν στη θέση του θα είχα το κουράγιο να αφήσω μια έδρα στο Harvard κυνηγώντας την «αλήθεια». Μόνο και μόνο για αυτό το λόγο, σκέφτηκα ότι θα αξίζε ένα αφιέρωμα στον Sweezy για την επέτειο των 90ων γενεθλίων του (10 Απριλίου).
Πολλοί αναγνώστες θα αναρωτιούνται: Έστω ότι έχεις δίκιο όσον αφορά τη γενναιότητα του Sweezy. Αξίζει όμως ένα ολόκληρο αφιέρωμα για έναν αμετανόητο Μαρξιστή; Είναι δυνατόν να επιβραβεύεται ένα θεωρητικό «λάθος» μόνο και μόνο επειδή αυτός που το έκανε έζησε ενενήντα ολόκληρα χρόνια και αρνείται να το παραδεχτεί; Να σας απανήσω. Εάν επρόκειτο μόνο για ένα αγύριστο κεφάλι, έναν διανοούμενο που αρνείται να παραδεχτεί το σφάλμα του, τότε πράγματι το αφιέρωμα αυτό θα ήταν αδικαιολόγητο. Όμως δεν πρόκειται ούτε για αγύριστο κεφάλι, ούτε για κάποιον που αρκείται στη συνέπεια και είναι διατεθειμένος να παραμείνει πάση θυσία πιστός στο σφάλμα του. Ο Sweezy ανήκει στην ίδια κατηγορία των άφοβων πρωτοπόρων Smith, Bentham Ricardo και Marx. Απεχθάνεται το σφάλμα και τον ελκύει η αλήθεια. Για αυτό αποφεύγει το σφάλμα πιο εύκολα από ότι εμείς οι υπόλοιποι. Και, ως «απόδειξη», παραθέτω ένα απόσπασμα από άρθρο του Sweezy το οποίο δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1970, όταν ακόμα η ΕΣΣΔ ήταν μια κραταιά υπερδύναμη και δεν ήταν λίγοι οι Αμερικανοί οικονομολόγοι ανησυχούσαν για αυτό που ονόμαζαν το Σοβιετικό οικονομικό θαύμα:
Αυτό που θέλω να τονίσω σχετικά με κοινωνίες σαν τη σημερινή Σοβιετική Ένωση, και τις υπόλοιπες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, είναι το εξής. Σε αυτές τις κοινωνίες οι οικονομικές δραστηριότητες κατευθύνονται και οργανώνονται από μια κεντρική γραφειοκρατία. Όταν προκύπτει μια οικονομική κρίση τότε η πολιτική ηγεσία έχει δύο εναλλακτικές πολιτικές επιλογές. Η πρώτη είναι να μειώσει την ισχύ της γραφειοκρατίας, να πολιτικοποιήσει τις μάζες, και να αναθέσει διοικητικά και οργανωτικά καθήκοντα στους ίδιους τους εργαζόμενους, καθιστώντας τους υπεύθυνους για μια σειρά από αρμοδιότητες και πρωτοβουλίες. Αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί στις σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Η δεύτερη επιλογή είναι η μερική «υποχώρηση» από το σοσιαλιστικό πείραμα (π.χ. η Νέα Οικονομική Πολιτική του Λένιν), μια υποχώρηση της οποίας οι υποστηρικτές θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι στόχο έχει την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της σοσιαλιστικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα όμως η δεύτερη αυτή εναλλακτική αναγάγει το κυνήγι του κέρδους στον καθοδηγητικό μηχανισμό της οικονομικής διαδικασίας και διατάζει τους εργαζόμενους να κοιτάνε τη δουλειά τους, με άλλα λόγια να δουλεύουν σκληρά εάν θέλουν να καταναλώνουν περισσότερα. Έτσι όμως αναδημιουργούνται οι συνθήκες στις οποίες αναπτύσσεται ο φετιχισμός των εμπορευμάτων, η αποξένωση του ανθρώπου καθώς και ο φενακισμός των συνειδήσεων. Άποψή μου είναι ότι αυτή η (δεύτερη) επιλογή, η οποία και φαίνεται ότι έχει ήδη γίνει στον υπαρκτό σοσιαλισμό, οδηγεί πίσω στην ταξική καταπίεση των πολλών και, εν τέλει, στην αναβίωση του καπιταλισμού. (Monthly Review, Τόμος 22, Αρ. 7—Δεκέμβριος 1970, σελ. 21, η έμφαση της τελευταίας φράσης δική μου)
Αυτή η ανεξαρτησία σκέψης που διέκρινε τον Sweezy δεν τον οδήγησε μόνο στο να παραιτηθεί απο το Harvard, και συνεπώς να έρθει σε σύγκρουση με το κατεστημένο της χώρας του. Τον ώθησε να έρθει σε ρήξη με πολλούς αριστερούς συντρόφους του, προβλέποντας την επιστροφή της ΕΣΣΔ στον καπιταλισμό είκοσι ένα ολόκληρα χρόνια πριν η πρόβλεψη αυτή γίνει πραγματικότητα. Παρόλα αυτά, ούτε οι τέως συντηρητικοι συνάδελφοι του στο Harvard, ούτε οι αριστεροί σύντροφοι τους οποίους στενοχώρησε, του κράτησαν κακία. Ο λόγος ήταν ότι όλοι τους, ανεξάρτητα ιδεολογίας, αναγνώρισαν στον Sweezy έναν άνθρωπο του οποίου οι απόψεις δεν επιρρεάζονται από συμφέροντα (προσωπικά, κοινωνικά, κομματικά ή ακόμα και πολιτικά). Επιρρεάζονται μόνο από μια αγνή δίψα για την αλήθεια.
Όσο για εμας τους «χυδαίους» οικονομολόγους, που δεν έχουμε τη δυνατότητα του Sweezy να τοποθετούμε τις ανάγκες της αλήθειας πάνω από όλα τα άλλα συμφέροντά μας, τουλάχιστον ας αποκομίσουμε ένα μικρό μάθημα από εκείνον: Να θυμηθούμε αυτό που ήξεραν καλά οι πρωτοπόροι. Ότι δηλαδή οι κοινωνικές και οικονομικές επιστήμες ασχολούνται με ιδέες οι οποίες συνεχώς επιρρεάζουν την ιδιωτική ευμάρεια των οικονομικά και κοινωνικά ισχυρών, καθώς και την «ασφάλεια» της ιδιοκτησίας τους. Συνεπώς το πόσο κοντά στην αλήθεια (και εν τέλει χρήσιμες) είναι οι θεωρίες μας δεν πρέπει να κρίνεται από το πόσο ευχαριστούν τους ισχυρούς αλλά από το πόσο χρήσιμες είναι στην βελτίωση της κοινωνίας μας. Αν τώρα αυτή η βελτίωση έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των ισχυρών, ίσως τότε θα πρέπει να διαλέξουμε μεταξύ της εύνοιας των ισχυρών και της «αλήθειας».
Σημειώσεις
1/ Marie-Jean-Antoine-Nicolas Caritat, Marquis de Condorcet, Sketch for a Historical Picture of the Human Mind (1795), Επιμέλεια Stuart Hampshire, Μετάφραση June Barraclough, Westport, Conn.: Greenwood Press, σελ. 210.
2/ Αναφέρομαι πιο εκτεταμένα σε αυτά τα ζητήματα σε ένα κεφάλαιο υπό τον τίτλο «The Curse of Economics», Βλέπε Yanis Varoufakis (1998). Foundations of Economics: A beginner’s companion, London and New York: Routldge
πηγή - http://www.econ.uoa.gr/UA/content/gr/Article.aspx?office=16&folder=472&article=551
Μέσω μιας φιλοτουρκικής κυβέρνησης η Τουρκία θα καταστήσει τη Συρία
«δορυφόρο» της
-
Ήδη στην Άγκυρα ηχούν τα σχετικά δημοσιογραφικά και πολιτικά τύμπανα, που
θέλουν ως πρώτη πράξη της νέας συριακής κυβέρνησης, και μάλιστα μέσα στον
πρώτο μ...
Πριν από 3 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου