5/12/12

Ζωντανές μνήμες από τη Χαϊδελβέργη- του Α. Καϊση


του Α. Καϊση
Παναγιώτης Κονδύλης (1943 – 1998)
Πρωτοσυναντηθήκαμε στο αναγνωστήριο της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης της Χαϊδελβέργης αρχές του ’74. Μελετούσαμε συχνά στο ίδιο γραφείο. Μια φευγαλέα ματιά του στην ελληνική εφημερίδα που διάβαζα, αποκάλυψε την κοινή πατρίδα μας. Την εποχή εκείνη η Χαϊδελβέργη φιλοξενούσε μεγάλο αριθμό ελλήνων φοιτητών. Εσφυζε από πνευματική ζωή και στις ζυμώσεις μετείχε ενεργά και δραστήρια η ελληνική κοινότητα, μέλη της οποίας ήταν αρκετά πρόσωπα που σήμερα διαπρέπουν στη σύγχρονη ελληνική πολιτική, οικονομική και επιστημονική κονίστρα.
Ο Π.Κονδύλης είχε μετεγγραφεί από το Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και συνέθετε τα χρόνια εκείνα το βιβλίο του για τη «Διαλεκτική». Η πρώτη εικόνα που δημιουργεί η συνάντηση με ένα σημαντικό πρόσωπο εγχαράσσεται συνήθως ανεξίτηλα στη μνήμη. Ανακαλώντας τις μνημονικές παραστάσεις εκείνων των χρόνων, ξαναζώ με ενάργεια τον κεκοιμημένο φίλο. Μέτριο ανάστημα, λεπτό σώμα, λιτό ντύσιμο και εξαιρετικά καθαρό πρόσωπο με εντυπωσιακά ευρύ φωτεινό μέτωπο και νηφάλια ειλικρινή μάτια. Ενα λανθάνον, σχεδόν αδιόρατο υπομειδίαμα, που κατά τις περιστάσεις εξελισσόταν σε θριαμβευτικά γέλια, ακόμη και σε σαρκασμό. Αποφασιστικός, απόλυτα προσηλωμένος στο έργο του, ανεπιτήδευτος. Λόγος μεστός, περιεκτικός, τεκμηριωμένος. Σκληρός, πολεμικός αλλά ανοιχτός συζητητής, με κρυστάλλινη και διαυγή σκέψη. Τίποτε το ψεύτικο, το τεχνητό ή το προσποιητό. Κοντολογίς: άνθρωπος με esprit και χιούμορ, ιδιότητες που έμειναν αναλλοίωτες και μετά τη γενικότερη αναγνώριση του σημαντικού έργου του.
Απέραντο εύρος γνώσεων
Είχα την τύχη να συναναστρέφομαι τον Π.Κ. σε καθημερινή σχεδόν βάση τα κρίσιμα χρόνια της δημιουργίας, ως το 1978, και έναν τουλάχιστον μήνα κατ’ έτος, αργότερα, να παρακολουθήσω εκ του σύνεγγυς την ανάπτυξη των ιδεών του, τη γένεση και τη συγγραφή των πρώτων έργων του. Δύσκολη η αντιπαράθεση με τον συνομιλητή μου. Το εύρος των γνώσεων και των ενδιαφερόντων του ήταν απέραντο. Επισκοπούσε ταυτόχρονα όλες σχεδόν τις ανθρωπιστικές επιστήμες και ήταν απόλυτα εξοικειωμένος με την εννοιολογία τους. Γνώριζε ακόμη και τα θεμελιώδη προβλήματα του συνταγματικού και του διεθνούς δικαίου, της φιλοσοφίας και της κοινωνιολογίας του δικαίου, καθώς και της νομικής μεθοδολογίας. Δεν υπερβάλλει ο Α. Cser όταν ισχυρίζεται πως «κανένας δεν αναδίφησε την τελευταία εικοσιπενταετία εντατικότερα από τον Π.Κ. τη σχετική με τις πνευματικές και κοινωνικές επιστήμες βιβλιογραφία των βιβλιοθηκών της Χαϊδελβέργης». Η εκτίμηση αυτή μπορεί να ελεγχθεί από τον μελλοντικό βιογράφο του Π.Κ., μέσω των ηλεκτρονικών ιχνών που άφησαν οι καθημερινές παραγγελίες δεκάδων τόμων στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη και στα υπόλοιπα ερευνητικά ινστιτούτα. Μισούσε τον φόρτο των υποσημειώσεων στα βιβλία και ορισμένα έργα του δεν έχουν ούτε βιβλιογραφικό πίνακα ούτε λημματικό ευρετήριο. Τούτο δυσκολεύει την έτσι κι αλλιώς όχι εύκολη ανάγνωσή τους, ήταν όμως απόρροια της επιλογής του να επενδύει όλο τον χρόνο του για δημιουργική συγγραφή και όχι για την κατάρτιση πινάκων. Δούλευε πάντοτε με τα πρωτότυπα κείμενα των στοχαστών που μελετούσε, στη γλώσσα που γράφτηκαν, αφήνοντας κατά μέρος όλη σχεδόν τη σχετική με αυτά βιβλιογραφία.
Ηταν εραστής της «Παλιάς Πόλης» της Χαϊδελβέργης. Εξήρε συχνά τη μεγάλη τύχη μας, να απολαμβάνουμε συγκεντρωμένα σε ένα περίπου τετραγωνικό χιλιόμετρο όλα σχεδόν τα σημαντικά για τις βιοτικές και ερευνητικές ανάγκες μας: την πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, το φιλοσοφικό σεμινάριο, το Altjuridicum, το Ινστιτούτο Alfred Weber, τη Mensa, το καπηλειό στη Floriangasse, όπου έπινε το κρασί του κάποια βράδια, διαξιφιζόμενος ζωηρά με τους γερμανούς φίλους του. Ετρωγε επί σειρά ετών αγόγγυστα, μαζί με εκατοντάδες προπτυχιακούς φοιτητές, το λιτό φαγητό της φοιτητικής μένσας. Μετά τον βιομηχανικό καφέ του κεντρικού φοιτητικού κυλικείου, την κατανάλωση του οποίου συνόδευε η απόλαυση σέρτικων γαλλικών τσιγάρων, και τον περίπατο στις όχθες του Νέκαρ συνέχιζε τη μελέτη του ως αργά το βράδυ.
Πάθος για τα ταξίδια
Αγαπούσε τα αστυνομικά μυθιστορήματα και τα γουέστερν ως αντίδοτο στις μεγάλες ποσότητες δύσπεπτης φιλοσοφίας που καταβρόχθιζε ακατάπαυστα. Φυλλομετρούσε και διάβαζε επιλεκτικά, εκτός από τον γερμανικό Τύπο, καθημερινά μια τουλάχιστον αγγλική και μια γαλλική εφημερίδα. Υπήρξε λάτρης της τέχνης: μουσική, ζωγραφική, γλυπτική, κινηματογράφος ήταν στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του. Αγαπούσε με πάθος τα ταξίδια: Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία. Η τελευταία τον γοήτευε για την πνευματική παράδοσή της και μου εκμυστηρεύθηκε ότι είναι μια χώρα στην οποία θα μπορούσε να εγκατασταθεί και να ζήσει ιδιαίτερα ευχάριστα. Μετά την κατεδάφιση του Τείχους και την επανένωση της Γερμανίας, ταξίδεψε αρκετές μέρες στην πρώην Ανατολική Γερμανία για να σχηματίσει προσωπική γνώμη για την κρατούσα εκεί κατάσταση. Ηθελε να επισκεφθεί το Αγιον Ορος και η κοινή επίσκεψή μας προγραμματίζαμε να γίνει μετά την περάτωση της τρίτομης «Κοινωνικής Οντολογίας» που ετοίμαζε τα τελευταία χρόνια.
Κρατούσε, με φτηνά στυλό διαρκείας, σημειώσεις από τα διαβάσματά του ­ με εκείνη την ιδιαίτερα ευανάγνωστη γραφή του, που του επέτρεπε να γίνονται δεκτά και στα γερμανικά τυπογραφεία τα χειρόγραφά του χωρίς να είναι δακτυλογραφημένα ­ πάνω σε πρόχειρα κομμάτια χαρτιών, χωρίς να χρησιμοποιεί ακριβά έτοιμα δελτία, και όταν συνέγραφε, τα χρησιμοποιούσε ως στήριγμα μνήμης.
Εγραψε στη γερμανική. Το γλωσσικό ύφος του και η δομή του γραπτού λόγου του προσομοιάζουν με το ύφος και τη δομή του λόγου των κλασικών γερμανών φιλοσόφων. Κατέκτησε το οξύτατο γλωσσικό όργανό του με σκληρή δουλειά. Τα συστηματικά διαβάσματά του, αλλά και οι μεταφράσεις που είχε κάνει προ του ’74 στην Ελλάδα (Burnham, Machiavelli, Hauser κ.ά.) ­ αρκετές εκατοντάδες σελίδες από αρκετές ξένες γλώσσες ­, αποτέλεσαν χρήσιμη προπαιδεία. Με τη γερμανική προσέδωσε στα έργα του αναγνωσιμότητα που θα ήταν αδύνατη αν είχαν γραφτεί στα ελληνικά. Μετέφρασε πάντως συστηματικά το μεγαλύτερο μέρος του έργου του και στη μητρική του γλώσσα. Πλούτισε με τον τρόπο αυτό όχι μόνο την ελληνική επιστήμη αλλά και την ελληνική γλώσσα με μια πληθώρα όρων και εννοιών που αποτελούν προϋπόθεση για τη συγγραφή φιλοσοφικών και εν γένει θεωρητικών κειμένων και απέδειξε ότι η νεοελληνική είναι εξίσου δραστική με τη γερμανική και επαρκεί απόλυτα για τη συγγραφή πυκνότατων φιλοσοφικών κειμένων.
Οι έλληνες μελετητές του έργου του Π.Κ. βρίσκονται μάλιστα, κατά κάποιον τρόπο, σε πλεονεκτικότερη θέση από τους ξένους, επειδή σε δύο de profundis πρόσφατες συνεντεύξεις, με καίρια και κρίσιμα ερωτήματα που του υπέβαλαν οι Σ. Τσακνιάς και Σ. Κουτρούλης, δόθηκε η ευκαιρία στον Π.Κ. να παρουσιάσει διά βραχέων στους έλληνες αναγνώστες του το ουσιωδέστερο περιεχόμενο του πολυσχιδούς έργου του. Εχουμε έτσι μια αυθεντική ερμηνεία πολλών θέσεων του Π.Κ. από τον ίδιο τον δημιουργό τους, που διευκολύνει την πρόσληψη των ιδεών του, χωρίς βέβαια να υποκαθιστά την αναγκαιότητα της μελέτης των κυρίως έργων του.
Δούλεψε με επιστημονική τιμιότητα, με ένταση και σε βάθος, όλο το αχανές υλικό που χρησιμοποίησε για τα βιβλία του. Αυτή η τεράστια σκευή, με την οποία τον εξόπλισε η συναναστροφή του με τα κείμενα των κλασικών στοχαστών, του προσέδωσε μια ακαταμάχητη πνευματική ισχύ, που δεν έφθανε ποτέ στον κομπασμό, αλλά τον εξωθούσε στα άκρα όταν δεχόταν αβάσιμη κριτική. Για τον Π.Κ., οι επικριτές του ήταν απλούστατα ανεπαρκείς και, ως «γενικοί επί ειδικών ζητημάτων», όφειλαν να μην αποτολμούν επικρίσεις. Αρκετά προβλήθηκε η θέση ότι ο Π.Κ. δεν δημοσιοποίησε καμία φωτογραφία του. Φωτογραφίες και φωτογραφικά στιγμιότυπα από τη ζωή του Π.Κ. υπάρχουν πάντως στα χέρια ορισμένων φίλων του. Υπάρχουν και δημοσιευμένες φωτογραφίες του. Η άρνησή του να εμφανιστεί στην τηλεόραση είχε, νομίζω, χαρακτήρα διαφορισμού του από τους κατά συνθήκην ομοτέχνους του. Χαρακτηριστική είναι εξάλλου και η φράση που καταχώρισε στα πρακτικά των εργασιών του Ιδρύματος Ανωτάτων Σπουδών του Βερολίνου, του οποίου υπήρξε, ως γνωστόν, εταίρος κατά το ’94/’95, στη θέση που άλλοι εταίροι κολλούσαν τη φωτογραφία τους: «Δεν μπόρεσα ακόμη να αντιληφθώ πώς συναρτάται η εμφάνιση ενός ερευνητή προς το αποτέλεσμα των ερευνών του». Μπροστά στο έργο του όλα τα άλλα υποχωρούσαν.
Ρηξικέλευθος και αυθεντικός
Υπήρξε ρηξικέλευθος, αυθεντικός και ασκητικός. Ρηξικέλευθος επειδή, φιλόσοφος ων, ξεστόμισε τη βαριά φράση ότι «Δεν υπάρχει “η” φιλοσοφία» και αμφισβήτησε, ερχόμενος σε ρήξη, όλα τα φιλοσοφικά συστήματα της εποχής μας, ως γνήσιος ριζοσπάστης. Ο ρηξικέλευθος χαρακτήρας του Π.Κ. εκδηλώθηκε με το πρώτο κιόλας έργο του, τη «Γένεση της διαλεκτικής μια ανάλυση της πνευματικής εξέλιξης του Hölderlin, του Schelling και του Hegel ως το 1802», που κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 1979 και είναι ήδη εξαντλημένο από χρόνια. Η ιστορικοφιλοσοφική αυτή έρευνα, «στην οποία η ανάλυση των πηγών αναγκαστικά έχει την απόλυτη προτεραιότητα», ως προς μεν το φιλολογικό είδος της ανήκει «στους δεινοσαύρους της σχολαστικής λογιοσύνης, οι οποίοι ευδοκιμούν σε αλεξανδρινές εποχές, για να εκλείψουν λίγο αργότερα», ως προς δε την ουσία της αποτελεί μια θεμελιώδη συμβολή για την καλύτερη κατανόηση των σχέσεων ιδεαλισμού και διαλεκτικής. Σε εκείνα τα ηρωικά ακόμη χρόνια του μαρξισμού, η άποψη του Π.Κ. ότι «τη διαλεκτική την εισήγαγε για πρώτη φορά στην πολιτική οικονομία ο εγελιανός Marx, ενώ ο Hegel αξιοποίησε τα πνευματικά του δάνεια από την τελευταία μέσα σ’ ένα πλαίσιο δημιουργημένο ανεξάρτητα από τούτη», η θέση του ότι οι αναλύσεις του Hegel «στις γενικές τους γραμμές αποτελούν μιαν υιοθέτηση, τροποποίηση και παραπέρα ανάπτυξη κοινών τόπων της αριστοκρατικής – συντηρητικής κριτικής στον πρώιμο καπιταλισμό», η κατάδειξη δηλαδή από τον Π.Κ. της «πρώιμης συντηρητικής προέλευσης της εγελιανής κριτικής του καπιταλισμού», καθώς και η άποψή του ότι η συμβολή του Hegel στη διαλεκτική μέχρι το 1802 είναι ελάχιστη ­ αναλύσεις και θέσεις που προέκυψαν από την εξονυχιστική έρευνα των έργων των Kant, Fichte, Herder, Hölderlin, Schelling, Hegel, Schiller, Rousseau, Jacobi και άλλων ­ προκάλεσαν αμέσως ζωηρότατη αίσθηση για την πρωτοτυπία, τον ρηξικέλευθο και πολεμικό χαρακτήρα τους και δεν μπορούν να ανασκευαστούν πειστικά χωρίς αντίστοιχες διεξοδικές και έντονες επεξεργασίες όλου του υλικού.
Δυο χρόνια αργότερα, το 1981, δημοσιεύθηκε στη Γερμανία το δεύτερο μεγάλο έργο του Π.Κ., ο «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός». Σ’ αυτό αναλύει όλα τα κρίσιμα πνευματικά/φιλοσοφικά ρεύματα του 17ου και του 18ου αιώνα και αποκαλύπτει με μοναδική διεισδυτικότητα την εσωτερική συνοχή τους. Αφήνοντας κατά μέρος τις «ευθύγραμμες ερμηνείες» του Διαφωτισμού και ερχόμενος σε ρήξη με αυτές, προσφέρει μια άρτια εξήγηση της πολυδιαστατικότητας της εποχής με βάση τη θέση της «συνύφανσης οντολογικού και αξιολογικού προβλήματος» και «τη θέση για τον πολεμικό χαρακτήρα της σκέψης γενικά».
Υπήρξε αυθεντικός διότι δημιούργησε πρωτότυπο έργο, διαφοροποιημένο από εκείνο των στοχαστών που μελέτησε και αναμφισβήτητα τον επηρέασαν, όπως ο Machiavelli, o Hobbes, o Spinoza, o Marx, o Nietzsche, o Carl Schmitt, o Max Weber, o Arnold Gehlen, o Karl Mannheim, για να περιοριστούμε σε μερικούς. Σημαντική επήρεια στη μεθοδολογία του Π.Κ. είχε πάντως ο ιστορικός Werner Conze, στη μνήμη του οποίου αφιέρωσε το 1986 το έργο του για τον «Συντηρητισμό». Ο Π.Κ. έζησε μια αυθεντική ζωή, με πλούσιες εμπειρίες, που δεν άφησαν ανεπηρέαστο το έργο του, απολαμβάνοντας χωρίς στερήσεις το μεγάλο προνόμιο της ελεύθερης διαχείρισης του χρόνου του.
Δεν δίνει συνταγές
Διαρκής εθελούσια άσκηση υπήρξε ολόκληρος ο βίος του Π.Κ. Ασκηση στην αυτοπειθαρχία για την κατανόηση των ανθρωπίνων πραγμάτων. Ασκητικός ο τρόπος ζωής του, απόλυτα αντικαταναλωτικός. Κανένα σύμβολο εξουσίας, κανένα ρούχο «σινιέ», ούτε καν δικό του αυτοκίνητο. Μια αδυναμία στο εκλεκτό κρασί, και αυτή ελεγχόμενη. Πάθος και με τις άρτιες εκδόσεις. Οικονομία στα υλικά, οικονομία στον χρόνο.
Ο περιγραφικός φιλόσοφος δεν προβάλλει κανονιστικές αρχές και δεν δίνει συνταγές. Διαβάζω έτσι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη θέση του ότι «ένας νέος ασκητισμός και ίσως μια νέα θρησκευτικότητα μέσα σε συνθήκες μεγάλης πληθυσμιακής πυκνότητας και σπάνης των αγαθών θα έθετε τέρμα στον πλουραλισμό των μαζικοδημοκρατικών αντιλήψεων και αξιών». Η νέα ασκητικότητα συνεπάγεται, νομίζω, και τη συνειδητή διαφύλαξη του περιβάλλοντος, τη μη κατασπατάληση των φυσικών πόρων, των πρώτων υλών, του νερού, του αέρα. Τι νόημα έχει όμως μια νέα θρησκευτικότητα; Ο Π.Κ. χρησιμοποιεί, πιστεύω, πολύ συνειδητά, τον όρο «θρησκευτικότητα» (Religiosität), και όχι τον όρο «θρησκεία» (Religion). Δεν είναι λοιπόν μια νέα συγκεκριμένη πίστη στον Θεό, αλλά το θρησκευτικό συναίσθημα, η διάθεση του Ανθρώπου να θρησκεύσει εκείνο που, κατά τον Π.Κ., ίσως «θα έθετε τέρμα στον πλουραλισμό των μαζικοδημοκρατικών αντιλήψεων και αξιών». Πιθανόν η απάντηση να περιέχεται στον πρώτο τόμο της «Κοινωνικής Οντολογίας» του, που δεν δημοσιεύθηκε, εξ όσων γνωρίζω, ακόμη*. Το έργο αυτό, όπως έλεγε ο Π.Κ., θα ήταν η προσωπική του απάντηση στα θέματα που επεξεργάστηκε ο Max Weber στο βιβλίο του «Οικονομία και κοινωνία». Επιτακτική αναδεικνύεται η ανάγκη να εντοπιστούν και να δημοσιευθούν, από επαρκείς επιμελητές, τα κατάλοιπα του Π.Κ. Κάθε χαρτί του είναι πολύτιμο για την έρευνα.
Το έργο του Π.Κ. μπορεί να γονιμοποιήσει διάφορες επιστήμες. Τα βιβλία «Ισχύς και απόφαση», «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού», «Η πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο», η θεμελιώδης εισαγωγή του Π.Κ. στο έργο του Montesquieu «Πνεύμα των νόμων», καθώς και τα «Επιλεγόμενά» του για το βιβλίο «Πολιτική Θεολογία» του Carl Schmitt, συναπαρτίζουν ένα σώμα χρησίμων αναγνωσμάτων για κάθε νομικό που επιθυμεί να κατανοήσει καλύτερα τη σύγχρονη έννοια και λειτουργία της έννομης τάξης.
Εκείνος βρίσκεται πια στο «αόρατο Εκείθεν». Μένει όμως, στο «ορατό Εντεύθεν», το σημαντικό έργο του.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ, 15.11.1998 *Δημοσιεύθηκε το 1999 στα γερμανικά και το 2007 στα ελληνικά (Σημ. σ.μ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails