Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΤΡΟΧΙΑ
Τους τελευταίους 3 μήνες η Ελλάδα μπήκε και πάλι σε καταστροφική τροχιά.Οι λόγοι έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι η κομματοκρατία δεν πίστεψε ποτέ στο μνημόνιο,και δεν έκανε τίποτα ώστε αυτό να επιτύχει.Το μνημόνιο έπρεπε να είναι ένα μείγμα πολιτικών.Από την μιά πλευρά κόβουμε δαπάνες από το Δημόσιο, από την άλλη δίνουμε ανάσες στον υγειή ιδιωτικό τομέα γιά να παράγει περισσότερο ώστε να αυξηθούν τα έσοδα του δημοσίου.Κόπηκαν πράγματι αρχικά κάποιες δαπάνες από τον δημόσιο τομέα με άκομψο και άδικο τρόπο, αλλά παράλληλα δεν δόθηκαν οι ανάσες στον ιδιωτικό τομέα(το αντίθετο θα λέγαμε).Το αποτέλεσμα ήταν μιά ύφεση μεγαλύτερη από αυτήν που αναμενόταν, ιδίως αν λάβουμε υπόψιν ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί πλέον να αντλήσει ρευστότητα από τις τράπεζες.
Από τον Ιανουάριο του 2011, ήταν εμφανές ότι έπρεπε να προκύψουν κάποια διορθωτικά μέτρα, δεδομένης της υστέρησης των εσόδων.Αυτό δεν έγινε.Και χρειάστηκε να φθάσουμε στα τέλη Μαιου του 2011 γιά να ληφθούν μέτρα, και πάλι στην λάθος κατεύθυνση.Αντί να μειωθεί το κράτος, αυξάνονται και πάλι οι φόροι, οι οποίοι θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη ύφεση και την καταστροφή ακόμα περισσότερων επιχειρήσεων.Αυτό θα οδηγήσει σε νέα μέτρα σ΄ένα τρίμηνο.Και πάει λέγοντας, μέχρι την τελική εξόντωση της ελληνικής οικονομίας.
Είναι προφανές ότι η χώρα βρίσκεται σε αδιέξοδο.
Η ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ
Η χώρα βαδίζει πρός την καταστροφή, και η καταστροφή αυτή, αν προκύψει, θα οδηγήσει και στην αποσύνθεση της ευρωζώνης.Ηγεσία (ευρωπαική και τοπική ) και ελληνικός λαός το γνωρίζουν πλέον.Κι' όμως, κανείς δεν κάνει τα απαραίτητα.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες είναι κατώτεροι των περιστάσεων.
Στην Ελλάδα, οι ηγέτες της κομματοκρατίας είναι αυτοί που ξέρουμε τα τελευταία 35 χρόνια.Οδήγησαν την χώρα στην σημερινή κατάσταση, δηλαδή την χρεοκοπία.Οτι κι΄αν πούν, ότι κι΄αν κάνουν, δεν μπορούν να πείσουν ότι αυτοί που οδήγησαν την χώρα στην καταστροφή, μπορούν σήμερα να βγάλουν την χώρα από το αδιέξοδο.Θα περίμενε όμως κανείς, ότι αντιλαμβανόμενοι την επερχόμενη κατάρρευση, θα άρχιζαν να φοβούνται γιά την επόμενη μέρα.Διότι η κατάρρευση της χώρας, αν προκύψει και τυπικά, θα ισοδυναμεί με την δεύτερη μεγάλη συρρίκνωση του ελληνισμού μετά το 1922.Και δεν εννοώ να φοβούνται γιά τις συνέπειες γιά την χώρα.Εννοώ να φοβούνται γιά τις δίκες που αναπόφευκτα θα προκύψουν αμέσως μετά ώστε να δικαστούν οι υπεύθυνοι, όπως έγινε μετά την καταστροφή του 1922.Κι΄όμως, δεν έχουν αυτό τον φόβο.Συνεχίζουν τα γνωστά τους παιχνίδια εις βάρος της χώρας, γιά μιά χούφτα μελλοντικές ψήφους.Η κυβέρνηση συνεχίζει να προστατεύει τα προνόμια της πελατείας της μή περικόπτοντας το κράτος, και επιβάλλει συνεχώς νέους φόρους που καταστρέφουν την μή κομματοκρατούμενη οικονομία.Η αντιπολίτευση, δεν θέλει επίσης να θιγεί η πελατεία της που διορίστηκε στο δημόσιο, και ζητά ανάπτυξη, ώστε να προκύψουν νέοι πόροι γιά την συντήρηση και την ανάπτυξη της πελατείας της.
Η κομματοκρατία δεν μπορεί ν΄αντιληφθεί την αναπόφευκτη κατάρρευση της.Θα την αντιληφθεί μόνο την ημέρα της κατάρρευσης της.
Ο Λαός είναι ίσως ο μόνος που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, και ζητά σε ποσοστό 65% την συναίνεση της κομματοκρατίας γιά λήψη μέτρων γιά την σωτηρία της χώρας.Είναι όμως βουβός και ανοργάνωτος, και δεν μπορεί να επιβάλλει την θέληση του.Ετσι, παρέδωσε κι΄αυτός τα όπλα, συμβιβαζόμενος με την ελληνική παράδοση της διανοητικής μακαριότητας.
Τέλος υπάρχουν οι ενδιάμεσοι μεταξύ κομματοκρατίας και λαού.Τα μέσα ενημέρωσης, οι διανοούμενοι,οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι επαγγελματικές ενώσεις, κλπ...Αυτοί ζούν στον κόσμο τους.Τους χαρακτηρίζει κατ΄εξοχή η παραδοσιακή ελληνική μακαριότητα.Συνεχίζουν να κρίνουν τα δεδομένα όπως και πρίν την κρίση.Γιά παράδειγμα, μιλάνε γιά τις αποκρατικοποιήσεις, όπως μιλούσαν γι΄αυτές πρίν την κρίση.Μιλάνε γιά το τίμημα, γιά τους όρους,κλπ...Δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι οι αποκρατικοποιήσεις που θα γίνουν τώρα, πρέπει να παρομοιαστούν με την διαδικασία του πλειστηριασμού που βιώνει καθημερινά ο κάθε πολίτης που κατέρρευσε οικονομικά.Δεν μπορούν να κατανοήσουν, ότι οι αποκρατικοποιήσεις που θα γίνουν τώρα, δεν έχουν καμμιά σχέση με τις αποκρατικοποιήσεις που γινόντουσαν στο παρελθόν, όπου το κράτος αποφάσιζε να πουλήσει σε συγκεκριμμένη τιμή.Και νομίζω ότι δεν πρόκειται να κατανοήσουν πλέον την διαφορά αυτή.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω αδιέξοδα, έχει σημασία νομίζω να θυμόμαστε ότι ο Π. Κονδύλης τα περιέγραψε πρίν από 20 χρόνια, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία στα λεγόμενα του.Ακολουθεί κείμενο του Π. Κονδύλη γι΄αυτό το θέμα που δημοσιεύτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 90 (1992).
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ (1943-1998)- ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ
"...Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση. Ό όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό. Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς κεφαλαίου». Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν. Οι πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων. Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του, όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά. Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών. Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, ώστε η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαρειά σκιά ˙ οι σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων. Είναι περιττό να εξηγήσουμε ποιές μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον σημαντικότατο μειονέκτημα. Η οικονομική της υποπλασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός όταν θα συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων χρηματοδοτών της. Για τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. Πάντως την πορεία και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος. Δεν έχει σημασία αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν όλες της οι λεπτομέρειες ˙ βαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα. Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα στην κοινωνία των εθνών."
«All I Want for Christmas is You»: από μέτριο, απόλυτη επιτυχία των
Χριστουγέννων
-
Όταν το πρωτοτραγούδησε η Μαράια Κάρεϊ, το 1994, δεν ενθουσίασε ιδιαίτερα.
Όμως κάθε Χριστούγεννα εδώ και τριάντα χρόνια είναι το μεγάλο χιτ. Πώς
εξηγείτ...
Πριν από 22 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου